Η ελληνική επιστημονική και φιλοσοφική κοινότητα γνωρίζει το έργο του μεγάλου γερμανού στοχαστή Jürgen Habermas, του οποίου η φιλοσοφία έχει καταστεί εδώ και τριάντα χρόνια (από τη δεκαετία του 1980 και μετά) η επικρατέστερη κριτική θεωρία ερμηνείας και κατανόησης της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Με τη θεωρία αυτή συνδιαλέγονται όλοι οι υπόλοιποι διανοητές και στοχαστές της εποχής μας παγκοσμίως.
Ο Habermas όμως κατέχει πρωτεύουσα θέση και στους κύκλους των διανοουμένων και ειδικά σε εκείνες τις τάξεις που ενδιαφέρονται για την πορεία της Ευρώπης. Το ενδιαφέρον του για τη συγκρότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη γραφειοκρατική παθολογία της, τη νομισματική ένωση, την ολοένα αναβαλλόμενη πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών, καταγράφεται σε πληθώρα παρεμβάσεών του και βιβλίων του. Προσφάτως, τα τελευταία χρόνια επιδεικνύει ιδιαίτερο θεωρητικό και πολιτικό ενδιαφέρον για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα στο πλαίσιο της ελληνικής οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με την ευρύτερη ευρωπαϊκή νομισματική κρίση. Είναι εκείνος ο στοχαστής, ο οποίος πολύ νωρίς επεσήμανε το «κατασκευαστικό λάθος» της Ευρωζώνης. Ήδη από το έτος 1998, τότε ήταν που τόνισε, ότι η εισαγωγή του κοινού νομίσματος εάν δε συνδυασθεί με την ορθολογική προσαρμογή των επιμέρους οικονομικών υποσυστημάτων των ευρωπαϊκών κρατών – μελών της Ευρωζώνης θα οδηγήσει σε μείζονα αδιέξοδα.
Από το έτος 2008, οπότε και ξέσπασε η κρίση στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα (όπου η κρίση βιώνεται ως υπαρξιακή) στο επίπεδο της πολιτικής συλλογικότητάς της έχει τρέξει πολύ νερό στο ποτάμι. Ο Habermas δε χάνει ποτέ ευκαιρίες να επανέρχεται και να μιλάει για τα θέματα της εποχής μας από τη σκοπιά του φιλοσόφου που «κατασκευάζει» τη διάγνωση του καιρού του. Διακρίνει κανείς, ότι για την κυβέρνηση Τσίπρα υιοθετεί μία θετική στάση, επειδή πιστεύει χωρίς περιστροφές και χωρίς επιφυλάξεις ότι μπορεί να επεξεργασθεί ένα ορθολογικό πρόγραμμα ανασυγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας σε πολλαπλά επίπεδα. Οι περιώνυμες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες επίμονα επιδιώκουν οι εταίροι – δανειστές δεν μπορούν να επιβληθούν παρά μόνον, εάν υπάρξουν στην ίδια την κοινωνία οι συνειδησιακές προϋποθέσεις και οι υλικές συνθήκες, οι οποίες θα τις καταστήσουν αναγκαίες και απαραίτητες.
Κατά τον Habermas, η πολιτική λογική του πρωθυπουργού Τσίπρα θα πρέπει να εστιάζεται σε τρία κεντρικά θέματα – άξονες: πρώτον, να αναλάβει ο ίδιος την πολιτική πρωτοβουλία, να αποκαταστήσει τις σχέσεις εμπιστοσύνης με όλους όσοι συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις. Η εμπιστοσύνη είναι η απόλυτη αρχή και η συγκροτησιακή δομή των διαβουλεύσεων. Οι καθυστερήσεις που παρατηρούνται εδώ και τρεις μήνες (μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου 2015) είναι αδικαιολόγητες και αθεμελίωτες. Δεύτερον, ως πρωθυπουργός ο Τσίπρας λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις και ασκεί πολιτική εξουσία σχετικά με το μείζον πολιτικό ζήτημα του κρατικού χρέους. Το κρίσιμο αυτό πολιτικό ζήτημα έχει συνδεθεί, κατά τον Habermas, με την ορθολογική διαχείριση του κράτους, της διοίκησης, της αγοράς, της οικονομίας, των αποκρατικοποιήσεων. Με λίγα λόγια ο Τσίπρας, εκ των πραγμάτων, κατά την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας εκτός του καθεστώτος των μνημονίων έχει συμφωνήσει με τους εταίρους σ’ αυτή την εσωτερική σύνδεση, δηλ. στην επίλυση του προβλήματος του κρατικού χρέους μέσω του εξορθολογισμού του κράτους. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ο Habermas, ο Τσίπρας σ’ αυτό το σημείο δεν μπορεί να υπαναχωρήσει και να επικαλεσθεί ότι δεν έχει υπογράψει μνημόνια κ.λπ. Επιπλέον πρέπει να αντιληφθεί, ότι ηγείται μίας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και δεν είναι ηγέτης ενός κομματικού κράτους.
Το τρίτο σημείο, το οποίο κατά τον Habermas θα πρέπει να μετράει στην πολιτική λογική του Τσίπρα, έχει να κάνει με ό,τι οριοθετείται από την αντίθεση: εθνικό – μεταεθνικό. Είναι γνωστό, ότι ο Habermas υποστηρίζει με πολιτικό πάθος την πολιτική ένωση της Ευρώπης. Στο βιβλίο του εξ’ άλλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Μεταεθνικός αστερισμός» εκθέτει όλη την προβληματική του σχετικά με την μεταεθνική ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η πολιτική πρότασή του προς τον πρωθυπουργό Τσίπρα έχει να κάνει μ’ αυτή ακριβώς την προβληματική. Εάν η ελληνική κοινωνία επιδιώκει πράγματι να αποφύγει τη νομισματική χρεωκοπία και την οικονομική εκμετάλλευση από το χρηματοπιστωτικό σύστημα (στην παρούσα ιστορική φάση εκφράζεται με την αδυναμία της να δανεισθεί), τότε αυτόν τον στόχο θα τον πετύχει όχι στο πλαίσιο του λαϊκού-εθνοτισμού ή του λαϊκού-εθνικισμού, αλλά εάν και εφ’ όσον εκπονήσει ένα πολιτικό πρόγραμμα «μεταεθνικού» ευρωπαϊκού προσανατολισμού.
Ο Jürgen Habermas δεν κατασκευάζει στην «περίπτωση του Τσίπρα», μία φαντασιακή κατάσταση. Αντιθέτως είναι πεπεισμένος, ότι στην Ελλάδα μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 γεννήθηκε κάτι το νέο για την ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία. Αυτό το νέο πολιτικό και ιστορικό υλικό δε θα πρέπει να πάει χαμένο, επειδή κύκλοι, συστήματα και δυνάμεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε επιδιώκουν να το εκμηδενίσουν. Κατά τον Habermas ο Τσίπρας μπορεί να πετύχει στην Ελλάδα μόνο ως ορθολογιστής. Και αυτή η επιτυχία του είναι και η πραγματολογική εγγύηση ότι στο μέλλον (και μάλιστα πολύ σύντομα σε χρονική απόσταση) θα παίξει πρωταγωνιστικό και δημιουργικό ρόλο στα ευρωπαϊκά πολιτικά πράγματα.