Οι ερευνητές δημιούργησαν ένα πρωτότυπο φίλτρο, που αποτελείται κατά 60% από καφέ και κατά 40% από ελαστομερές σιλικόνης. Το βιοελαστομερές πορώδες φίλτρο μπορεί να αφαιρέσει το 99% των ιόντων του μολύβδου και του υδραργύρου που περιέχονται στο ακίνητο νερό.
Η “πατέντα” αυτή ανήκει σε Έλληνες και Ιταλούς ερευνητές, ειδικοί στα νέα υλικά και χημικοί του Ιταλικού Ινστιτούτου Τεχνολογίας. Με επικεφαλής την Δέσποινα Φραγκούλη, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αειφόρου χημείας και μηχανικής “Sustainable Chemistry & Engineering” της Αμερικανικής Χημικής Εταιρείας.
Ο καφές είναι ένα από τα πιο δημοφιλή ροφήματα στον κόσμο, πράγμα που δημιουργεί μια τεράστια ποσότητα αλεσμένων κόκκων του. Οι ερευνητές βρήκαν ένα τρόπο να αξιοποιούν αυτά τα κατάλοιπα με τρόπο που βοηθά στη μείωση της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Έτσι, ενσωμάτωσαν τέτοια κατάλοιπα επεξεργασμένου καφέ σε αφρώδες ελαστομερές υλικό.
Άλλες δοκιμές με τρεχούμενο νερό έδειξαν ότι το φίλτρο κατακράτησε άμεσα τα δύο τρίτα (67%) του μολύβδου. Το φίλτρο μπορεί να πεταχτεί μετά τη χρήση του, χωρίς πρόβλημα για το περιβάλλον. Σύμφωνα με την κ. Φραγκούλη, κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο παράγονται περίπου έξι εκατομμύρια τόνοι κατάλοιπων καφέ από τις βιομηχανίες καφέ, τα εστιατόρια – μπαρ και τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Ένα μεγάλο μέρος από αυτόν τον χρησιμοποιημένο καφέ καταλήγει στις χωματερές, ενώ ένα μικρότερο μέρος χρησιμοποιείται για λιπάσματα, ως πηγή βιοκαυσίμων, ως τμήμα ζωοτροφών κ.α.
Με τη νέα εφεύρεση, αυτός ο καφές μπορεί πλέον να αξιοποιηθεί και σε φίλτρα νερού, ιδίως για την κατακράτηση ιόντων βαρέων μετάλλων που μπορούν να προκαλέσουν διάφορα προβλήματα υγείας.
Η Δ. Φραγκούλη πήρε το πτυχίο της από το Τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης (2001) και το διδακτορικό της από το Τμήμα Χημείας του ίδιου πανεπιστημίου (2007). Μεταξύ 2009 – 2011 έκανε μεταδιδακτορική έρευνα στο Εργαστήριο Έξυπνων Υλικών του Κέντρου Βιομοριακών Νανοτεχνολογιών του Ινστιτούτου Τεχνολογίας (ΙΤΤ) της Ιταλίας, όπου στη συνέχεια έγινε επικεφαλής ερευνητικής ομάδας.
Στη νέα έρευνα συμμετείχαν δύο ακόμη Έλληνες επιστήμονες του ΙΤΤ, η Αθανασία Αθανασίου και ο Γιάννης Λιάκος.