Την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, ακόμη και σε ακραίες μακροοικονομικές συνθήκες, με παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης, υψηλών επιτοκίων και πληθωρισμού, επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα των stress tests, τα οποία οι ελληνικές τράπεζες «πέρασαν» και μάλιστα, με υψηλή βαθμολογία.
Ειδικότερα, οι ασκήσεις που διενήργησαν από κοινού Ευρωπαική Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) και Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καταλήγουν στο συμπέρασμα πως οι ευρωτράπεζες είναι σε θέση να αντέξουν μία σοβαρή οικονομική ύφεση, η οποία μετά από ένα διάστημα τριών ετών θα μπορούσε να έχει επίπτωση στους κεφαλαιακούς δείκτες κατά 4,8 μονάδες, μειώνοντας τον CET1 σε 10,4% από 15% στα τέλη του 2022.
⏰ #EBA just published the results of the 2023 EU-wide #StressTest
🇪🇺 EU banks remain resilient, even under the very severe scenario
🏡Banks can continue supporting the economy even under extreme stresshttps://t.co/lRpACbkCLx pic.twitter.com/n8HUtYLL72— EU Banking Authority – EBA 🇪🇺 (@EBA_News) July 28, 2023
Στο βασικό σενάριο ο επίμαχος δείκτης διαμορφώνεται στο 16,4%. Ρόλο «κλειδί» στην ανθεκτικότητα των τραπεζών κατέχουν αφενός, η βελτιωμένη ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων (ο δείκτης NPE συνέχισε την καθοδική του πορεία, «αγγίζοντας» το 1,6% στα τέλη του 2022, δηλαδή, σχεδόν μία μονάδα χαμηλότερα συγκριτικά με την άσκηση του 2021, καθοδηγούμενος κυρίως από τις τιτλοποιήσεις και τις πωλήσεις χαρτοφυλακίων) και αφετέρου, η κερδοφορία.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, πάντως, η απομείωση κεφαλαίου στο τέλος της τριετίας ήταν χαμηλότερη εν συγκρίσει με προηγούμενα stress tests, γεγονός που αποδίδεται στην καλύτερη κατάσταση των τραπεζών μετά την άσκηση. Για ορισμένες τράπεζες, η ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου είχε βελτιωθεί σημαντικά από το 2021. Σε πολλές περιπτώσεις, η ευεργετική επίδραση της ανόδου των επιτοκίων στα έσοδα αντισταθμίζει την πίεση στο κόστος χρηματοδότησης. Από την άλλη, τα λειτουργικά έξοδα των τραπεζών αναμένεται να αυξηθούν ως απόρροια του υψηλότερου πληθωρισμού.
Οι μικρότερες τράπεζες στο δείγμα της ΕΚΤ παρουσίασαν υψηλότερη απομείωση κεφαλαίου από τις μεγαλύτερες τράπεζες (6,6 μονάδες έναντι 4,6 μονάδες). Ο δείκτης CET1, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τους μεγαλύτερους ομολόγους τούς (13,7%, έναντι 10,1%), καθώς εκκινούν από υψηλότερη βάση (20,2%, έναντι 14,7%).
Ο δείκτης μόχλευσης μειώνεται, επίσης, στο δυσμενές σενάριο, αν και πιο ήπια. Σε επίπεδο συστήματος κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες στο δυσμενές σενάριο, φθάνοντας στο 4,4% στο τέλος του 2025, ενώ σύμφωνα με το βασικό σενάριο αυξάνεται κατά 0,7 μονάδες.
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ υπενθυμίζει πως δεν πρόκειται για μία άσκηση «αποτυχίας – επιτυχίας» και δεν έχει οριστεί κάποιο όριο προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Τα ευρήματα, απλώς, θα τροφοδοτήσουν τον διάλογο μεταξύ επόπτη και τραπεζών για τη συζήτηση λήψης πιθανών μέτρων, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τυχόν ελλείψεις.
Αξίζει να αναφερθεί ότι στην άσκηση αντοχής συμμετείχαν συνολικά 70 συστημικές και μη συστημικές ευρωπαϊκές τράπεζες -οι 57 εκ των οποίων βρίσκονται στην Ευρωζώνη- αλλά και ακόμη 41 τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, αντιπροσωπεύοντας ποσοστό περίπου 80% του συνολικού ενεργητικού των τραπεζών της ΕΕ. Συγκριτικά με τα προηγούμενα stress tests του 2021 δε, εφέτος καλύπτονται 20 περισσότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ήτοι αύξηση 40%.
Τα αποτελέσματα των ελληνικών τραπεζών
Όσον αφορά στις ελληνικές τράπεζες, τα αποτελέσματα των stress tests έχουν ως εξής:
Εθνική Τράπεζα: Στο 21,6% ο CET1 στο βασικό σενάριο το 2025 από 16,8% στα τέλη του 2022, ενώ στο δυσμενές διαμορφώνεται ως εξής: 13,7% το 2023, 13,8% το 2024 και 14,5% το 2025.
Eurobank: Στο 18% ο CET1 στο βασικό σενάριο στο τέλος της περιόδου αναφοράς και στο 11,7% τη διετία 2023 – 2025 και 12,2% το 2025 στο δυσμενές
Τράπεζα Πειραιώς: Στο 14,2% ο δείκτης CET 1 στο βασικό σενάριο – Στο 8,4% στο δυσμενές το 2023, στο 8,7% το 2024 και στο 9,1% το 2025.
Alpha Bank: Στο 14,1% ο δείκτης CET 1 στο βασικό σενάριο το 2025 από 13,2% στα τέλη του 2022, και στο 8,2% τη διετία 2023 – 2024 και στο 8,9% το 2025 στο δυσμενές.
Πηγή: Newmoney.gr