Στην επιφάνεια έρχεται ξανά το μπρα ντε φερ που υφίσταται στις ΗΠΑ ανάμεσα στη διοίκηση και τα νομοθετικά σώματα, σχετικά με το αν η Τουρκία πρέπει να ενισχυθεί με αμερικανικά όπλα ενώ τελεί υπό καθεστώς κυρώσεων διότι προμηθεύτηκε ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, με φόντο το δημοσίευμα της Wall Street Journal, κατά το οποίο η κυβέρνηση Μπάιντεν βολιδοσκοπεί το Κογκρέσο για την πώληση πυραύλων αέρος-αέρος Amraam και Sidewinder, αλλά και ραντάρ αξίας 400 εκατ. δολαρίων, δηλαδή στοιχείων τα οποία είναι απαραίτητα για την υποστήριξη υφισταμένων F-16 της τουρκικής αεροπορίας.
Την έντονη καταδίκη του για την προτεινόμενη πώληση όπλων στην Τουρκία εξέφρασε ο Αμερικανός βουλευτής των Δημοκρατικών, πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας και Εμπορίου, Φρανκ Παλόν. Σε ανάρτησή του στο Twitter, ανέφερε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να ανταμείψουν την Τουρκία με νέα όπλα και στρατιωτικό εξοπλισμό, δεδομένου του ιστορικού του καθεστώτος Ερντογάν σε παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποσταθεροποιητικές ενέργειες. Καταλογίζει, δε, στην Τουρκία ότι δεν τηρεί τις δεσμεύσεις τις στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ.
Χαρακτήρισε, επιπλέον, ανεπαρκείς τις πρωτοβουλίες του Τούρκου προέδρου για εξομάλυνση των σχέσεων Άγκυρας – Ουάσιγκτον. Τόνισε επίσης ότι οι ΗΠΑ «δεν μπορούν να υποθέσουν λανθασμένα ότι αυτή η πώληση θα δώσει κίνητρο στον Ερντογάν να σταματήσει τις θανατηφόρες ενέργειές του και να αλλάξει τη διπλωματία του».
«Αυτή η πώληση θα τον ενθαρρυνθεί και θα του δώσει τους πόρους για να συνεχίσει τις πολεμικές του πρωτοβουλίες στον Καύκασο και όχι μόνο. Δεν μπορώ να υποστηρίξω οποιαδήποτε ενέργεια του Κογκρέσου που θα βοηθούσε την Τουρκία να αυξήσει το στρατιωτικό της οπλοστάσιο», πρόσθεσε.
I strongly condemn the proposed weapons sale to Turkey. The United States must not reward Turkey with new weapons and military equipment given the Erdogan regime’s long record of human rights abuses, destabilizing actions, and failure to live up to NATO commitments.
— Rep. Frank Pallone (@FrankPallone) May 11, 2022
Σημειώνεται ότι μέσω επιστολής τον Φεβρουάριο με επικεφαλής τον Δημοκρατικό βουλευτή Φρανκ Παλόν, περισσότεροι από 50 βουλευτές και από τα δύο κόμματα προέτρεπαν την κυβέρνηση Μπάιντεν να απορρίψει την αγορά μαχητικών από την Αγκυρα, επικαλούμενοι, όπως ανέφεραν, την έλλειψη δέσμευσης του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν στο ΝΑΤΟ και τις «τεράστιες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Τον Μάρτιο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε επιστολή προς το Κογκρέσο, υποστηρίζοντας το τουρκικό αίτημα για την πώληση νέων και την αναβάθμιση παλαιών F-16, ως εναρμονισμένο με τα αμερικανικά συμφέροντα εθνικής ασφαλείας και την ανάγκη για ενότητα του ΝΑΤΟ.
Το επίσημο αίτημα της Αγκυρας είχε κατατεθεί τον Οκτώβριο και περιλαμβάνει την αγορά 40 νέων F-16 Block 70 (δηλαδή στη διαμόρφωση Viper, στην οποία αναβαθμίζονται και 83 ελληνικά) και την αναβάθμιση στην ίδια έκδοση 80 υφιστάμενων της τουρκικής αεροπορίας. Το κόστος αυτής της διαδικασίας υπολογίζεται σε περίπου 6 δισ. δολάρια και υπερκαλύπτει την οικονομική ζημία που η Αγκυρα υποστηρίζει ότι έχει υποστεί λόγω της έξωσης από το πρόγραμμα ανάπτυξης των αεροσκαφών πέμπτης γενιάς F-35 της εταιρείας «Λόκχιντ Μαρτίν», συνεπεία της προμήθειας ρωσικών S-400 το 2017. Η ζημία αυτή υπολογίζεται στα περίπου 1,4 δισ. δολάρια και αποτελεί ένα από τα σταθερά επιχειρήματα του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην προσπάθειά του να προωθήσει την προμήθεια των F-16.
Σε γενικές γραμμές, στο Κογκρέσο είναι σεβαστή η σκληρή γραμμή του ισχυρού άνδρα και προέδρου της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ, κατά της Τουρκίας, ως χώρας η οποία υπό την ηγεσία του κ. Ερντογάν παραβιάζει αρχές και λειτουργεί ως περιφερειακή απειλή. Η παρουσία του κ. Μενέντεζ στην Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων αποτελεί ισχυρό αποτρεπτικό παράγοντα για την προώθηση του αιτήματος πώλησης F-16 στην Τουρκία, ωστόσο από δημόσιες δηλώσεις άλλων γερουσιαστών προκύπτει ότι η πίεση αυξάνεται. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ανάγκη για καλύτερο συντονισμό και ενότητα στο ΝΑΤΟ έχει βελτιώσει τη θέση της Αγκυρας στην Ουάσιγκτον, τουλάχιστον με βάση όλα όσα προκύπτουν από την κινητοποίηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκειμένου να βελτιώσει τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις, με αιτιολογίες τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας και τις πρόσφατες προσπάθειες να γεφυρώσει τις διαφορές με χώρες όπως το Ισραήλ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.