Οι πρόσφατες εκλογές θεωρήθηκαν από ορισμένους, του γράφοντας περιλαμβανομένου, ως η πιθανή απάντηση στις εκλογές του 2012.
Του Παντελή Καψή
Η απαρχή δηλαδή μιας αντίστροφης πορείας στο χώρο της αντιπολίτευσης με το ΠΑΣΟΚ να γίνεται ξανά το κυρίαρχο κόμμα στο χώρο της κεντροαριστεράς. Ο χρόνος θα δείξει. Υπάρχει ωστόσο μια ακόμα εκλογική αναμέτρηση η οποία θα μπορούσε να φωτίσει καλύτερα τις επιλογές των ψηφοφόρων: οι εκλογές του 2000.
Καταρχήν οι δύο αναμετρήσεις παρουσιάζουν ορισμένες ενδιαφέρουσες ομοιότητες. Και τότε, όπως και σήμερα, η κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη, εκλέχτηκε για μια δεύτερη τετραετία ανεβάζοντας μάλιστα το εκλογικό της ποσοστό. Το πέτυχε παρά το ότι, όπως και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, είχε πάνω της ένα μεγάλο σκάνδαλο, του χρηματιστηρίου, ανάλογης δηλαδή βαρύτητας και ηθικής απαξίας με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου θα έπαιρνε μεγαλύτερες διαστάσεις μετά τις εκλογές, ενώ κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και με τις παρακολουθήσεις, αν προχωρήσει η δικαστική διερεύνηση.
Ως ένα βαθμό η επιτυχία, τότε και τώρα, μπορεί να οφείλεται στην διάρκεια του πολιτικού κύκλου ο οποίος (και) στην Ελλάδα είναι οι δύο τετραετίες. Όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης, είναι χαρακτηριστικό, έχουν επανεκλεγεί για μια δεύτερη τετραετία. Μοναδική εξαίρεση είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη την περίοδο 90-93, καθώς και οι κυβερνήσεις της κρίσης, την δεκαετία 2009-2019. Με αυτή την έννοια η επανεκλογή Μητσοτάκη θα μπορούσε να θεωρηθεί και η επισφράγιση της επιστροφής στην κανονικότητα.
Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες ως προς το γιατί ο κύκλος έχει αυτή τη διάρκεια. Μια παράμετρος η οποία έχει επισημανθεί είναι ότι οι κυβερνήσεις, στο τέλος της πρώτης τετραετίας, μπορούν να παίρνουν φιλολαϊκά μέτρα οι επιπτώσεις των οποίων γίνονται φανερές μετά τις εκλογές. Ή πάλι να καθυστερούν τη λήψη αναγκαίων πλην δυσάρεστων μέτρων για μετά τις εκλογές. Αυτό ισχύει για όλες σχεδόν τις κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης.
Το 1985 την εκλογική νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου ακολούθησε το πρόγραμμα λιτότητας της διετίας 1985-1987. Το 2000, μετά την νίκη του Κώστα Σημίτη, είχαμε την ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση, η οποία δεν προχώρησε, αλλά και την αύξηση των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό. Το ίδιο, διόγκωση των ελλειμμάτων δηλαδή, είχαμε και μετά τις εκλογές του 2007 και τη νίκη του Κώστα Καραμανλή. Μένει να φανεί αν κάτι ανάλογο θα ισχύσει και σήμερα παρότι υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά. Η ελληνική οικονομία ελέγχεται συστηματικά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι έτσι τα περιθώρια εκτροπής είναι μικρά.
Υπάρχει όμως άλλη μια ομοιότητα μεταξύ του 2000 και του σήμερα η οποία ενδεχομένως να είναι καθοριστική: η τραυματική εμπειρία των προηγούμενων ετών, η οποία επηρέαζε την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Για την περίοδο Σημίτη όλη η εξαετία 90-96 υπήρξε τραυματική. Την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη η παραπομπή σε δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου είχε δημιουργήσει ένα εξαιρετικά διχαστικό κλίμα, το οποίο φορτιζόταν ακόμα περισσότερο από τις έντονες αντιδράσεις στις μεταρρυθμίσεις που προωθούσε η κυβέρνηση.
Μετά το 93 τα πνεύματα καταλάγιασαν, η ασθένεια Παπανδρέου ωστόσο είχε σαν αποτέλεσμα για μεγάλο διάστημα να δημιουργηθεί η
αίσθηση της ακυβερνησίας. Η εκλογή Σημίτη, ενός πολιτικού δηλαδή που θα μπορούσε να θεωρηθεί το αντίθετο του Ανδρέα, ήταν έτσι η αποκρυστάλλωση της επιθυμίας των πολιτών για επιστροφή στην κανονικότητα. Μια ανάλογη επιθυμία συνέβαλε στην ανάδειξη αλλά και στη συνεχιζόμενη απήχηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γιατί είναι φανερό πως για ένα μέρος τουλάχιστον του εκλογικού σώματος, οι τραυματικές μνήμες συνεχίζουν να επενεργούν για μεγάλο διάστημα. Σίγουρα μεγαλύτερο από τον εκλογικό κύκλο.
Μέχρι σήμερα, τρίτη συνεχόμενη τετραετία δεν έχει επιτύχει κανένα κόμμα. Είναι όμως και η πρώτη φορά που η αντιπολίτευση βρίσκεται σε τέτοια σύγχυση. Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου θα αποτελέσουν μια πρώτη ένδειξη για το αν ο Σύριζα είναι σε αποδρομή και αν το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αποκτήσει τη δυναμική για να τον υποκαταστήσει. Η αντιπαλότητα των δύο κομμάτων ωστόσο μπορεί να αποδειχθεί αυτοκαταστροφική και για τα δύο. Είναι πολύ χαρακτηριστική η θέση του κ. Ανδρουλάκη πως δεν θα στηρίξει κυβέρνηση Μητσοτάκη, ακόμα και αν της λείπει μία μόνη ψήφος.
Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για παραλογισμό, σε απόλυτη αναντιστοιχία μάλιστα με τα όσα το ίδιο το ΠΑΣΟΚ υποστήριζε μόλις πριν λίγες ημέρες. Η δύστυχη κ. Μιλένα Αποστολάκη βρέθηκε εκτός γραμμής, απλώς και μόνο επειδή επανέλαβε όσα έλεγε ο κ. Ανδρουλάκης. Είναι φανερό όμως ότι ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ αυτή τη στιγμή βλέπει μόνο Σύριζα. Μπορεί βραχυπρόθεσμα και να του βγει. Σε βάθος χρόνου ωστόσο, μια τέτοια πλειοδοσία αδιαλλαξίας μόνο τον Μητσοτάκη θα ωφελήσει.