A Grave Misunderstanding

“Πρέπει όλοι στην Ευρώπη να καταλάβουν πως δεν πάει άλλο με την εξαθλίωση στην Ελλάδα,” άκουσα να φωνάζει κάποιος πολιτικός καλεσμένος σε πρωινή εκπομπή. Δεν μπήκα στον κόπο να σηκωθώ να δω ποιος ήταν ή να παρακολουθήσω την υπόλοιπη συζήτηση γιατί ήξερα – όπως σίγουρα ξέρετε κι εσείς – πώς περίπου θα πήγαινε, καθώς και πάνω-κάτω το περιεχόμενό της. Στέκομαι όμως στη φράση αυτή γιατί νομίζω εκφράζει μια σημαντική και αυξανόμενη μερίδα του κόσμου. Ένας οδηγός ταξί χθες βράδυ μας είπε κάτι στο ίδιο μήκος κύματος: “Νομίζετε ότι οι Ευρωπαίοι είναι καλύτεροι από μας; Δουλεύουν μήπως σκληρότερα; Αξίζουν περισσότερα;” και πάει λέγοντας. Το θέμα όμως δεν είναι αν αξίζουν περισσότερο ή λιγότερο, αν είναι πιο τεμπέληδες, πιο ικανοί, αν έχουν καταλάβει το δράμα που ζούμε ή όχι. Το θέμα είναι ότι εμείς είμαστε αυτοί που χρειάζονται αυτούς περισσότερο από ό,τι χρειάζονται αυτοί εμάς στην παρούσα συγκυρία. Δυστυχώς όμως, η πραγματικότητα αυτή δεν συνάδει με τις “ηρωικές κορόνες” που είναι της μόδας αυτή την εποχή, εξού και αντί να δούμε τι μπορεί να κάνει η κυβέρνησή μας για να πάει η χώρα δυο βήματα μπροστά, ώστε να μην τους έχουμε πια τόση ανάγκη, αναλωνόμαστε στο πώς “θα τους δείξουμε εμείς”, με τελευταίο περιστατικό τις αναφορές Βαρουφάκη περί δημοψηφίσματος ή εκλογών, σε περίπτωση που απορριφθούν οι ελληνικές προτάσεις. Λέμε με άλλα λόγια ότι αν δεν δεχθούν τις προτάσεις μας θα πυροβολήσουμε εαυτούς στο πόδι! Ηρωισμός ή βλακεία; Ιδού το ερώτημα.

Ηρωισμός θα ήταν να προχωρούσαμε με τις έρημες μεταρρυθμίσεις, να τους εκπλήσσαμε θετικά με την υπεύθυνη στάση μας, να αποσπούσαμε κάποιες ανάσες όσον αφορά την ανθρωπιστική κρίση (που στην πραγματικότητα είναι μία ακόμα παταγώδης αποτυχία του κράτους που εξακολουθεί να συνδράμει τις πάσης φύσεως συντεχνίες αντί για τις ανυπεράσπιστες κοινωνικές ομάδες), να μετατοπίζαμε το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής από τη φορολόγηση των γνωστών αχθοφόρων, στην περικοπή δαπανών η οποία θα προκύψει από μια ουσιαστική, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική αναμόρφωση του δημόσιου τομέα, και στην άντληση εσόδων από την πάταξη της φοροδιαφυγής (εν καιρώ, γιατί όποιος ισχυρίζεται πως μπορεί να αντιστρέψει τέτοιες χρόνιες παθήσεις εν μία νυκτί είτε είναι αφελής, είτε ψεύδεται ασύστολα). Πόσο διαφορετική θα ήταν η κατάσταση αν είχαμε ένα όραμα, ένα πλάνο, όχι για το πώς θα αποσπάσουμε περισσότερα χρήματα από τους κακούς Ευρωπαίους, αλλά πώς θα φέρουμε περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα μας, πως θα αξιοποιήσουμε τις παραγωγικές δυνατότητές της καλύτερα. Αντ’ αυτού, ετοιμαζόμαστε να μπούμε σε άλλη μια περιπέτεια, μήπως μας πετάξουν δυο-τρεις ακόμη σανίδες σωτηρίας, τις οποίες σύντομα θα στείλουμε στον πάτο του ωκεανού μέσα από την κακή μας διαχείριση, αντί να βρούμε τον τρόπο να φτάσουμε με τις δικές μας δυνάμεις στη στεριά.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται πως δεν θέλει τους ξένους στα πόδια μας. Με τον τρόπο όμως που διαχειρίζεται τις διαπραγματεύσεις μας φέρνει απέναντι σε δύο εξ ορισμού κακά ενδεχόμενα. Το πρώτο, να συνεχιστεί η αβεβαιότητα για πολλούς μήνες, με τη διαπραγμάτευση να σέρνεται χωρίς να επιτυγχάνεται στην ουσία τίποτα εκτός από το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας, το οποίο με τις καταστροφικές του συνέπειες εγγυάται ότι θα είμαστε “σε πρόγραμμα” για ακόμη περισσότερο καιρό. Το άλλο, ακόμη πιο επικίνδυνο, είναι να βγούμε οικειοθελώς – ενδεχομένως μέσα από ένα δημοψήφισμά – από τη σφαίρα επιρροής τους, χάνοντας στην πορεία και τα τεράστια, ναι, τεράστια παρά την αδιαμφισβήτητη εξαθλίωση που έχει φέρει η κρίση, πλεονεκτήματα του να ανήκεις στο κλαμπ των χωρών της Ευρωζώνης. Υπάρχει τρίτος δρόμος, αλλά δεν ξέρω αν η σημερινή κυβέρνηση είναι σε θέση να τον επιλέξει, πολύ παραπάνω να τον περπατήσει.