Η χώρα δείχνει να κινείται: Αξιοπιστία της οικονομίας, αναπτυξιακός σχεδιασμός, διπλωματική αναβάθμιση

Για μια φορά θα επιτραπεί σε μια φύσει και θέσει διεθνιστική στήλη να εστιάσει στην Ελλάδα. Όχι (μόνο) λόγω της ιδιαίτερης από κάθε άποψη εθνικής επετείου. Αλλά και γιατί τα γεγονότα, οι συνθήκες και σειρά πρόσφατων εξελίξεων πιστεύω ότι επιτρέπουν -με λίγη παραπάνω καλή θέληση λόγω των ημερών- να θεωρήσουμε ότι η χώρα μας κινείται, έστω κι αν κινδυνεύει διαρκώς να εκτροχιαστεί, στις ράγες μιας γενικότερης, και όχι μόνο οικονομικής, ανάκαμψης.

του Κώστα Μποτόπουλου

 

Τούτες τις μέρες -ας τις ονομάσουμε έτσι- της «συμβολικής Παλιγγενεσίας» συνέβησαν τα εξής εμπροσθοβαρή:

1. Η αξιοπιστία της ελληνικής οικονομίας

Το ελληνικό Δημόσιο εξέδωσε το πρώτο μετά το 2008 τριακονταετές ομόλογο, ύψους 2,5 δις ευρώ, που συγκέντρωσε προσφορές 26 δις με ένα επιτόκιο που διαμορφώθηκε στο 1.956%.

Πρόκειται για κλασικό, πιο κλασικό δε γίνεται, σημάδι, αν όχι «επιστροφής στην οικονομική κανονικότητα» (Financial Times, 17/3/2021), πάντως σίγουρα ενίσχυσης της αξιοπιστίας της οικονομίας και γενικότερα των προοπτικών της χώρας στα μάτια των αγορών.

Οι όροι δανεισμού ξαναγυρνούν κοντά σε προ (πρώτης) κρίσης επίπεδα και το «κοίταγμα» 30 χρόνια μπροστά δείχνει την αίσθηση που υπάρχει ότι δύσκολα η χώρα μας θα μπει μόνη της σε άλλες δημοσιονομικές περιπέτειες -αρκούν, και θα υπάρχουν πάντα στην «εποχή των συνεχών κρίσεων», οι «μοιρασμένες» κρίσεις.

  • Η «κανονικοποίηση» αυτή οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ιδίως στην αποδοχή συμμετοχής των ομολόγων της χώρας σε προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, όπως το PEPP, παρά την παραμονή της ελληνικής οικονομίας εκτός επενδυτικής βαθμίδας.
  • Οφείλεται όμως και σε εσωτερικό «νοικοκύρεμα», τόσο των δημοσιονομικών μεγεθών, όσο και, κυρίως, της προσπάθειας και της διαφάνειας σχετικά με αυτά τα μεγέθη (κανείς πια στην Ευρώπη, κι ελπίζω να μην τον διαψεύσουμε, δεν φαντάζεται νέα Greek statistics).

Η κατάσταση θυμίζει λίγο τη ναυμαχία του Ναυαρίνου: η Ελλάδα δεν θα είχε ελευθερωθεί αν δεν είχαν επέμβει οι ξένες δυνάμεις, αλλά οι ξένες δυνάμεις δεν θα είχαν επέμβει αν ένας λαός που πολεμούσε με αναλογία 1 προς 20 εις βάρος του δεν είχε αντέξει ως το 1827.

2. Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός

Για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια, φαίνεται να υπάρχει ένας αναπτυξιακός σχεδιασμός. Εκτός από την αναμονή είσπραξης σημαντικών ποσών από το ευρωπαϊκό Ταμείο, ή μάλλον με βάση την αναμονή εισροής αυτών των πόρων, η κυβέρνηση έχει διαμορφώσει ένα σχέδιο αξιοποίησης που διακρίνεται για τη λογική και την πληρότητα και όχι για την πρωτοτυπία ή τις μεγαλοστομίες του.

  • Οι τρεις ελληνικές «προτεραιότητες» είναι πράγματι (σχεδόν) ταυτόσημες με τις προϋποθέσεις εκταμίευσης που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή – «ψηφιοποίηση», ενίσχυση κοινωνικού κράτους, διαφοροποίηση και «πρασίνισμα» αναπτυξιακού μοντέλου-, ωστόσο, και στους τρεις αυτούς τομείς, που ουσιαστικά περικλείουν κάθε δημόσια δράση, η Ελλάδα έχει και υστερήσεις και άμεσες ανάγκες και (επιτέλους) πρόγραμμα.

Δεν είναι τυχαία η πρόοδος που ήδη έχει γίνει ως προς την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών, πρόοδος που πάντως δεν μας έχει κάνει ακόμα να ξεκολλήσουμε από τις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης -άρα τα περιθώρια είναι πολύ μεγάλα. Κι ούτε μπορεί να αποδοθεί σε διάθεση κολακείας της Ελλάδας και της κυβέρνησης της η επανειλημμένη διατύπωση θετικών σχολίων από την Επιτροπή για το σχέδιο του ελληνικού προγράμματος.

Όπως έγινε και με τους Φιλέλληνες του Αγώνα, είχαν μεν θετική προδιάθεση, αυτό όμως που τους έσπρωξε να συμπαρασταθούν ενεργά ήταν όσα έβλεπαν και μάθαιναν ότι γίνονταν στην επαναστατημένη χώρα.

Παρά την ως τώρα καθυστέρηση των μυθοποιημένων αλλά εντελώς απαραίτητων «μεταρρυθμίσεων» -μέχρι να τις δούμε θα πρέπει να μπαίνουν εισαγωγικά- ορισμένες, ιδιαίτερα κρίσιμες, φαίνεται να είναι προ των πυλών:

  • ασφαλιστικό,
  • αξιολόγηση στην Παιδεία και το Δημόσιο,
  • ενίσχυση εθνικού συστήματος Υγείας,
  • πιο δομική αντιμετώπιση «κόκκινων δανείων» (η πρόοδος μέχρι στιγμής έχει επιτευχθεί λόγω μεταφοράς τους στα διάφορα funds),
  • πρωτοβουλίες ενδυνάμωσης της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από την κεφαλαιαγορά (για τις οποίες, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι αναγκαία η θεσμική αλλαγή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, αλλά η ενίσχυση πηγών, εργαλείων και κινήτρων από τη σκοπιά της αγοράς -μεγάλο θέμα, που απαιτεί ειδική ανάλυση).

Σε όλα τα παραπάνω πεδία έχουν γίνει συγκεκριμένες κυβερνητικές εξαγγελίες και, άρα, η κυβέρνηση θα κριθεί από το βαθμό και τις συνέπειες υλοποίησής τους. Όπως στην πράξη κρίθηκε και ο Κολοκοτρώνης και εκείνοι που τον έβαλαν στη φυλακή κι αυτοί που τον έβγαλαν από τη φυλακή.

3. Η διπλωματική αναβάθμιση

Σαφής είναι και η αναβάθμιση στο διπλωματικό μέτωπο, που πάντα είναι κρίσιμο για τη στήριξη κάθε οικονομικής προσπάθειας. Την τελευταία εβδομάδα η χώρα μας «έγραψε» τρεις σημαντικές όσο και ενδεικτικές επιτυχίες:

  • Την υιοθέτηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πολύ πιθανή αποδοχή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έστω και ελαφρώς παραλλαγμένης, της ελληνικής πρότασης για δημιουργία κοινού «πιστοποιητικού εμβολιασμού».
  • Τη σαφή, έστω και όχι υπό τη μορφή κυρώσεων, αποδοκιμασία της στάσης της Τουρκίας σε όλα τα μέτωπα που σχετίζονται με την ελληνική εθνική κυριαρχία.
  • Και την ιδιαίτερα, και διόλου τυπικά, θερμή ανάληψη πρωτοβουλιών στήριξης της χώρας μας τόσο από τη Γαλλία –«θα είμαστε δίπλα σας για ό,τι χρειαστείτε»- όσο και από τις ΗΠΑ –«από την άμυνα στην ενέργεια και από το εμπόριο στις επενδύσεις».

Για μια φορά ας μη μεμψιμοιρήσουμε κι ας μη φανταστούμε ότι κάτι άλλο υποκρύπτει το σχόλιο του Politico για την «αξιοζήλευτη» θέση στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα. Όπως κατάφεραν οπλαρχηγοί και πρόκριτοι, Πελοποννήσιοι, Στρεοελλαδίτες και νησιώτες να ενωθούν στη μάχη υπέρ ελευθερίας πριν, κατά και μετά το ξέσπασμα αιματηρών εμφυλίων πολέμων και κάθε είδους συγκρούσεων, έτσι κι εμείς θα μπορούσαμε σήμερα, έστω για διάλειμμα, να νιώσουμε ότι αυτά που μας ενώνουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν.

Και ότι το ελληνικό, παρά τις τόσες θύελλες, success story αυτών των 200 χρόνων είναι στο χέρι μας να το σταθεροποιήσουμε, χωρίς υπέρμετρη αισιοδοξία αλλά με ρεαλιστική αυτοπεποίθηση.