της Αγγελικής Μπουρσινού
Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε για τα καλά. Στο ήδη εύθραυστο τοπίο της πολυεπίπεδης κρίσης που έχει δημιουργήσει η πανδημία του κορωνοϊού, ήρθε να προστεθεί και μια σωρεία αποκαλύψεων και καταγγελιών για λεκτική-σωματική βία αλλά και σεξουαλική παρενόχληση ή κακοποίηση στο χώρο του αθλητισμού και του θεάτρου. «Βιώνουμε πρωτόγνωρες συνθήκες», «πρόκειται για ανήκουστα πράγματα», είναι μερικές μόνο από τις φράσεις που γράφτηκαν και ειπώθηκαν επ’αφορμή της τραγικής αυτής πραγματικότητας. Πρόκειται όμως πράγματι για μια συνθήκη που θα έπρεπε να μας αιφνιδιάσει; H μήπως ζούμε σε μια κοινωνία που ενώ βλέπει, γνωρίζει και διαισθάνεται, σιωπά;
Το εναρκτήριο λάκτισμα για ν’ αρχίσει ο «αγώνας» αυτός έγινε από τη χρυσή Ολυμπιονίκη, Σοφία Μπεκατώρου. Η εξομολόγησή της έπεσε πραγματικά σαν κεραυνός εν αιθρία. Οι σκελετοί βγήκαν από την ντουλάπα. Η ίδια έπρεπε να ζήσει από την αρχή την τραυματική αυτή εμπειρία για να επέλθει η κάθαρση. Είμαι βέβαιη ότι πρόκειται για μια διαδικασία εξαιρετικά επώδυνη. Πώς είναι δυνατό να ξαναβιώνεις την ακρότατη παραβίαση της προσωπικότητας και ατομικότητάς σου και να μην λυγίζεις συναισθηματικά;
Δεν έρχεσαι αντιμέτωπος μόνο με τον λαβωμένο σου ψυχισμό αλλά και με μια σοβαροφανή κοινωνία, η οποία ακόμη δεν φαίνεται να έχει αποτινάξει από πάνω της τον αχρείαστα βαθύ συντηρητισμό που τη διακατέχει. Πόσο εύκολο είναι άραγε να ανοίγεις την καρδιά σου με κίνδυνο να βρεθείς εκτεθειμένος και για ακόμη μία φορά να βιώσεις το δράμα του θύματος;
To δίκαιο της πυγμής βλέπετε επιτάσσει ότι ο «ικανότερος-ανώτερος» μπορεί να επιβάλλει με τη βία το δικό του δίκαιο στον ασθενέστερο. Και συνακόλουθα ο αδύναμος υποχρεούται να σιωπήσει, να υποστεί την ταπείνωση και να φτάσει στο συναισθηματικό μηδέν διότι είναι πολύ μικρός για να ορθώσει το ανάστημα του μπροστά στον βασανιστή, που προβαίνοντας σε κατάφωρη κατάχρηση εξουσίας, εξουδετερώνει οποιασδήποτε μορφής δυναμισμό του θύματος. Μπορεί η σεξουαλική κακοποίηση σαν φαινόμενο να εντοπίζεται σε όλα τα επίπεδα κοινωνικής διαστρωμάτωσης, αποκτά ωστόσο μια εξαιρετικά επικίνδυνη δυναμική όταν μεταξύ θύτη και θύματος υπάρχει μια σχέση επαγγελματικής εξάρτησης ή καθημερινής συνύπαρξης.
Το θράσος έχει ενίοτε δύναμη ακατανίκητη και αφοπλιστική. Μπορεί να κάμψει τις άμυνες ακόμη και του πιο ισχυρού χαρακτήρα. Με ύπουλο τρόπο να εισχωρήσει στον ψυχισμό του ατόμου κατά τρόπο χειριστικό, προσπαθώντας να το μειώσει για να το κατακτήσει. Γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε. Σε έναν άνθρωπο που επιστρατεύει αθέμιτα μέσα και επιβάλλεται χυδαία στον πιο ευάλωτο, εκμεταλλευόμενος την φαινομενικά ανώτερή του θέση, μόνο ο οίκτος ταιριάζει. Η καταδίκη απέναντι σε τέτοιες επαίσχυντες και φρικτές συμπεριφορές θα πρέπει να είναι απερίφραστη και ομόφωνη. Δεν πρόκειται απλώς για ποινικώς κολάσιμες πράξεις, αλλά πολύ περισσότερο για ενέργειες που δημιουργούν ανήκεστο βλάβη στην ψυχή και τσακίζουν τα όνειρα του αποδέκτη τους.
Το ευτυχές είναι ότι πράγματι σχηματίστηκε ένα αρραγές μέτωπο υποστήριξης για το θάρρος της Σοφίας. Εκείνης που είχε το σθένος να μιλήσει και να σπάσει την σκοτεινή ομερτά, δίνοντας τη δύναμη και σε άλλους να γνωστοποιήσουν παρόμοια εφιαλτικά περιστατικά που βίωσαν κυρίως στο ξεκίνημα της επαγγελματικής τους πορείας. Εκφράστηκαν βέβαια και κάποιες θέσεις οι οποίες προσέγγισαν το ζήτημα αυστηρώς νομικά. Κεντρικός άξονας του συλλογισμού τους: Εφόσον ο βιασμός είναι κακούργημα και ως τέτοιο έχει παραγραφεί, για ποιο λόγο θεωρείται σκόπιμο να διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση και συνεπώς η ίδια να καταθέσει τη μαρτυρία της ενώπιον του Εισαγγελέα;
Σε αυτό το ευλόγως διατυπωμένο ερώτημα η απάντηση είναι μία: Για να ανοίξουν επιτέλους κι άλλα στόματα και σταδιακά να αποδομηθεί κάθε σύστημα που βρίσκει ικανοποίηση μέσα από την πρόκληση πόνου και δυστυχίας στον πιο «αδύναμο». Για να φανεί το πραγματικό πρόσωπο όλων εκείνων των σοβαροφανών που εκμεταλλευόμενοι την κοινωνική-επαγγελματική τους θέση προβαίνουν στην κατ’επανάληψη τέλεση ποινικώς κολάσιμων πράξεων αλλά παραμένουν ατιμώρητοι. Σε όσους δε διατείνονται μετ’ επιτάσεως και εμμένουν στη θέση ότι δεν θα έπρεπε καν να σχηματιστεί φάκελος για ένα κακούργημα που έχει παραγραφεί, θα ήθελα να απευθύνω το εξής ερώτημα: Tο τραύμα στα πόσα έτη επουλώνεται;
Στην καταδίκη του βιασμού και των εν γένει κακοποιητικών συμπεριφορών δεν χωρούν αστερίσκοι. Το «στηρίζω το θύμα του βιασμού, αλλά..» δεν επιτρέπεται να διατυπώνεται ως θέση. Όροι, αιρέσεις και λοιπές προϋποθέσεις εν προκειμένω περιττεύουν. Σε κάθε περίπτωση ο πρώτος και τελευταίος λόγος επί τέτοιων υποθέσεων ανήκει και θα πρέπει να ανήκει στην Δικαιοσύνη. Η λειτουργία των λαϊκών δικαστηρίων μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη, οδηγώντας στο αντίθετο αποτέλεσμα, ήτοι στη μείωση του βαθμού σοβαρότητας του ζητήματος. Όταν, ωστόσο, σε τέτοιου είδους περιστατικά «πρωταγωνιστές » είναι πρόσωπα ευρέως γνωστά και αναγνωρισμένα, είναι σχεδόν αναπόφευκτο να γλυτώσουν από την κρίση τους. Αυτό είναι το τίμημα της «εξουσίας» άλλωστε. Άλλοτε σε ανεβάζει δίνοντας σου «ζωή» και άλλοτε, όταν δεν γνωρίζεις πώς να την διαχειριστείς, σε κατεβάζει, δίνοντάς σου τη χαριστική βολή.
Η Σοφία έσπασε το φράγμα της σιωπής, δίνοντας τη δύναμη και σε άλλες πληγωμένες ψυχές να ακολουθήσουν. Αν και η υπόθεση της τέθηκε στο αρχείο, η ίδια εν μέρει δικαιώθηκε. Εκείνη άνοιξε διάπλατα την πόρτα του σαθρού οικοδομήματος των ενοχών και της ντροπής μέσα στο οποίο την είχαν εγκλωβίσει και ξαφνικά μπήκε άπλετο φως. Ακολούθησαν κι άλλες μαρτυρίες, ξαφνικά άρχισαν να ανοίγουν και τα παράθυρα και κάπως έτσι ο σκοτεινός αυτός χώρος πλημμύρισε πια από τη λάμψη του. Λόγω της χειμαρρώδους ορμής του φωτός αλήθειας, που με σφοδρότητα προσέκρουσε πάνω στο απόρθητο μέχρι πρότινος «φρούριο» της ακολασίας, αυτό άρχισε σταδιακά να υποχωρεί και να κατεδαφίζεται.
Στην απάντηση λοιπόν «τώρα το θυμήθηκε;», θα μπορούσαν να δοθούν ποικίλες απαντήσεις, δομημένες με βάση όρους ψυχολογίας. Να αναφερθεί δηλαδή κανείς στο τραύμα που δύναται να δημιουργήσει μια τέτοια εμπειρία ή στα αισθήματα φόβου- αυτοενοχοποίησης που ενδέχεται να προκαλέσουν μερική αλλοίωση στην προσωπικότητα του θύματος. Να μιλήσει για παραμόρφωση ή διαταραχή της αντίληψης του χωροχρόνου. Επειδή όμως συχνά τις απαντήσεις ακόμη και στα πιο ακανθώδη ερωτήματα τις δίνει η ίδια η λογική, η απάντηση στο «γιατί το είπε τώρα;» είναι μία: « Γιατί να συμβεί τότε;».