της Αγγελικής Α. Μπουρσινού
Είναι κι αυτή μια καινούργια εικόνα. Είχαμε συνηθίσει αλλιώς τις συνεντεύξεις Τύπου. Έτσι όπως γίνονται πάντα και παντού σε παγκόσμιο επίπεδο. Δηλαδή απέναντι από τους δημοσιογράφους κάθεται όποιος έχει να πει πράγματα, Πρωθυπουργός ή άλλος αξιωματούχος, και δέχεται καταιγισμό ερωτήσεων.
Ακόμη και αν γλυτώσει την παγίδα από την ερώτηση ενός δημοσιογράφου παίρνει τη σκυτάλη ο επόμενος και επιμένει επί του ίδιου θέματος. Στο τέλος ο συνεντευξιαζόμενος, αν τεχνηέντως έχει αποφύγει πολλές φορές να απαντήσει, θα εκτεθεί ενώπιον όλων όσοι τον παρατηρούν. Κορυφαία στιγμή της διαδικασίας αυτής κάθε χρόνο είναι οι συνεντεύξεις του Πρωθυπουργού και των πολιτικών αρχηγών στη ΔΕΘ.
Ο κορωνοϊός άλλαξε τις συνήθειες όλων μας, και τις καλές και τις κακές, μετέβαλε και τον τρόπο που ασκείται η δημοσιογραφία. Όλη η Ελλάδα στις έξι το απόγευμα, κατά τη διάρκεια των δύο σκληρών μηνών της καραντίνας, ήταν κρεμασμένη από τα χείλη του Καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Οι άνθρωποι ταυτίστηκαν μαζί του. Η αποδοχή του ήταν και είναι μοναδική. Ταπεινός, σαφής, μετρημένος και επεξηγηματικός καθώς είναι, κατέκτησε τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη του ενενήντα τοις εκατό των πολιτών, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Μόνο που μετά τα πρώτα λεπτά των ανακοινώσεων η συνέντευξη τύπου Τσιόρδα – Χαρδαλιά γινόταν ανιαρή, χωρίς νεύρο και ένταση. Και τούτο διότι οι δύο προαναφερόμενοι, που εκπροσωπούσαν το κράτος στην κρίση, ήταν αναγκασμένοι να απαντούν σε γραπτές ερωτήσεις που είχαν σταλεί προκαταβολικά από τους δημοσιογράφους. Η κοινωνική αποστασιοποίηση απαγόρευε τη φυσική τους παρουσία. Έτσι εξέλειπε η αμεσότητα και ο παλμός που χαρίζουν οι ζωντανές ερωτήσεις.
Συνολικά η δημοσιογραφία όμως άλλαξε αυτόν τον καιρό τον τρόπο λειτουργίας της. Λένε στις σχολές των ΜΜΕ ότι δημοσιογραφία από τον καναπέ δεν γίνεται. Ο δημοσιογράφος πρέπει να είναι παρών στον τόπο και τον χρόνο που διαδραματίζεται ένα γεγονός. Να μιλήσει με αυτόπτες μάρτυρες, αν πρόκειται για αστυνομικό ή κοινωνικό θέμα, ή με πολιτικά στελέχη εάν το γεγονός είναι πολιτικής φύσης.
Όλο αυτό το διάστημα οι εκπρόσωποι των Μέσων Ενημέρωσης ήταν αναγκασμένοι να παρακολουθούν τα γεγονότα από το σπίτι τους. Οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων επικοινωνούσαν με τις πηγές τους τηλεφωνικά, έκαναν συσκέψεις με τους αρχισυντάκτες και τους διευθυντές τους διαδικτυακά, μέσω skype, και έστελναν εν συνεχεία το κείμενό τους για να τυπωθεί. Βαρετή λειτουργία, όπως παραδέχονται οι ίδιοι, καθώς « η εφημερίδα για να έχει ψυχή απαιτεί διάλογο, συνεργασία, διαφωνία και αντιθέσεις μέχρι να βγει το τελικό αποτέλεσμα του πρωτοσέλιδου».
Με τον ίδιο τρόπο πάνω κάτω δούλεψαν και οι ρεπόρτερς των ραδιοφώνων. Ήταν και γι ’αυτούς εξαιρετικά δύσκολο να είναι παρόντες στα γεγονότα. Οι έμπειροι ακροατές συχνά το διέκριναν. Με άλλο τρόπο μιλάει κανείς όταν είναι παρών την ώρα που εξελίσσεται ένα γεγονός και αλλιώς εκφράζεται όταν το μεταδίδει από το σπίτι.
Μόνη εξαίρεση ήταν η τηλεόραση. Τηλεόραση δίχως εικόνα δεν υπάρχει. Έτσι οι τηλεοπτικοί ρεπορτερς ήταν παρόντες στην πλειονότητα των γεγονότων. Σκεφτείτε να είναι το σύνολο της κοινωνίας κλεισμένο και περιορισμένο στο σπίτι του χωρίς τη δυνατότητα ενημέρωσης για όλα όσα λαμβάνουν χώρα! Αυτό λοιπόν το μεγάλο βάρος το σήκωσαν πρωτίστως οι τηλεοπτικοί δημοσιογράφοι αλλά και οι τεχνικοί της τηλεόραση που βρίσκονταν στο δρόμο.
Εξίσου δύσκολο και με υψηλότατο ρίσκο ήταν επίσης το έργο των ραδιοφωνικών παραγωγών, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να βρίσκονται στα στούντιο, αλλά και των παρουσιαστών της τηλεόρασης. Δεδομένου ότι τα τηλεοπτικά στούντιο αερίζονται δύσκολα και ο εντός αυτών συγχρωτισμός συχνά καθίσταται αναπόφευκτος, γίνεται αντιληπτό ότι μιλάμε για υγειονομικά άκρως επικίνδυνους χώρους.
Έχει ενδιαφέρον να βλέπει κανείς πώς «στήνεται» μια εκπομπή τις μέρες του κορονοϊού. Πίσω από τα λαμπερά φώτα δημοσιογράφοι, σκηνοθέτες και τεχνικοί περνούν δύσκολές στιγμές. Οι δημοσιογράφοι βάφονται μόνοι τους, όπως μπορεί ο καθένας, για να μην έρχονται σε απόσταση αναπνοής με τις μακιγιέζ. Πολλοί μπαίνουν στα στούντιο με γάντια και τα βγάζουν λίγο πριν την έναρξη της εκπομπής. Οι καλεσμένοι αρνούνται να επισκεφτούν τηλεοπτικές εγκαταστάσεις και βγαίνουν στον αέρα μέσω skype. Έτσι το αποτέλεσμα του ήχου και της εικόνας είναι κάτω του μετρίου, στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για την απρόσκοπτη εξέλιξη μιας συζήτησης. Αλλά και αν κάποιος εμφανιστεί σε στούντιο κάθεται στην άλλη άκρη του τηλεοπτικού τραπεζιού. Δύσκολες μέρες για τη δημοσιογραφία.
Πάντως επειδή είναι σύνηθες η κοινωνία, πολύ συχνά, εύκολα να επικρίνει το δημοσιογραφικό κόσμο, άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως, είναι η στιγμή να παραδεχτούμε ότι αυτή την κρίσιμη περίοδο η μεγάλη πλειοψηφία των δημοσιογράφων εκπλήρωσε το καθήκον της με συνέπεια και σύνεση. Δεν έλειψαν βέβαια τα ρεσιτάλ τρομολαγνείας και τα σενάρια καταστροφολογίας. Ήταν όμως η εξαίρεση στον κανόνα.
Τα περισσότερα ΜΜΕ μετέδωσαν τα γεγονότα ψύχραιμα και με νηφαλιότητα, καταφέρνοντας να πείσουν τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών να παραμείνει στο σπίτι και να τηρήσει τα μέτρα ασφαλείας. Ήταν μια καλή στιγμή για τη δημοσιογραφία και οφείλουμε να της την πιστώσουμε.