Από τον Γιάννη Ατετονκούμπο ως την Μόρια - Μια ανάσα δρόμος

Του Παντελή Καψή

Τον Γιάννη Ατετονκούμπο τον παρακολουθούσα με πολύ θετική διάθεση από την πρώτη στιγμή. Όχι τόσο για τις ικανότητες του στο μπάσκετ παρόλο που τον θαύμαζα σαν παίχτη. Ούτε για την αυθόρμητη, όπως δείχνει, αγάπη του για την Ελλάδα παρόλο που το παράδειγμα του ταιριάζει με την προσωπική μου αντίληψη για το τι προϋποθέτει και τι σημαίνει να είναι κανείς πολίτης του ελληνικού κράτους. Περισσότερο από όλα αυτά με συγκινούσε η αγάπη και οι στενοί δεσμοί με την οικογένειά του. Με την μητέρα του, τα αδέλφια του αλλά και τον πατέρα του στον οποίο αφιέρωσε ένα πολύ τρυφερό σχόλιο αυτές τις ημέρες, στην επέτειο ενός χρόνου από τον χαμό του.

Σκεφτόμουν πάντα ότι ο Γιάννης θα μπορούσε να είχε πάρει τελείως διαφορετικό δρόμο. Ένα ξένο παιδί, οικονομικός μετανάστης σε μια κοινωνία κάθε άλλο παρά φιλική, αντιμέτωπο με την φτώχεια και μύριες όσες δυσκολίες. Θα μπορούσε πολύ εύκολα να είχε χαθεί στον κόσμο της μικροεγκληματικότητας, να είναι γεμάτος μίσος για την κοινωνία, για όλους μας. Δεν έγινε τίποτα από αυτά.Είμαι σίγουρος ότι σε αυτό, πέρα από τον χαρακτήρα του, έπαιξε κρίσιμο ρόλο η οικογένεια. Του έδωσε την συναισθηματική σταθερότητα και την ασφάλεια μαζί με την ηθική πυξίδα που έχει ανάγκη κάθε παιδί για να μεγαλώσει σωστά.

Μια οικογένεια μόνη της ωστόσο δύσκολα τα βγάζει πέρα. Έτσι ένα δεύτερο στοιχείο πιστεύω ότι ήταν η συγκροτημένη νιγηριανή κοινότητα. Δεν την γνωρίζουμε και δεν την γνωρίζω. Μια μικρή ιδέα πήρα από το φωτογραφικό δοκίμιο του Τάσσου Βρετού στην Athens Voice για έναν Νιγηριανό γάμο στην Αθήνα. Φωτογραφίες καλλιτεχνικές, στην κυριολεξία μια πανδαισία χρωμάτων που σου επιτρέπουν όμως ταυτόχρονα να πάρεις μια ιδέα για τους ισχυρούς δεσμούς που διατηρεί η κοινότητά τους. Δεν ξέρω πώς είναι η καθημερινότητά τους. Φαντάζομαι κάποιους από αυτούς θα τους συναντάμε να πουλάνε CD στις παραλίες και δεν θα τους δίνουμε σημασία αν δεν προσπαθούμε να τους αποφύγουμε.

Όταν τους βλέπεις όμως με τα κοστούμια τους και τα παπιγιόν μαζί με τις πανέμορφες γυναίκες τους στις χρωματιστές τουαλέτες, καταλαβαίνεις τον πλούτο που κουβαλάνε μαζί τους. Μου θύμισαν μια άλλη κοινότητα, τους Αιθίοπες κόπτες. Περνούσα κοντά από κάποια εκκλησία τους τις Κυριακές το πρωί και θαύμαζα αυτές τις ψιλόλιγνες φιγούρες με τα κατάλευκα μακριά φορέματα και το σάλι, σαν βγαλμένες από παραμύθι. Έβγαζαν αξιοπρέπεια και περηφάνια.

Όλα αυτά τα σκέφτομαι ομολογώ και όταν παρακολουθώ σκηνές από την Μόρια. Πόσες οικογένειες και πόσα παιδιά καταστρέφονται γιατί τους κλείνουμε σε στρατόπεδα, σε απάνθρωπες συνθήκες που κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αντέξει. Πόσο δοκιμάζονται οι αντοχές των οικογενειών καθώς είναι ξεκομμένες από κάθε κοινωνικό πλαίσιο που θα μπορούσε να τις στηρίξει. Πόσοι Γιάννηδες χάνονται. Και πόσο διαφορετική θα ήταν και η δική τους ζωή αλλά και η δική μας αν μπορούσαμε να τους αποδεχθούμε ανάμεσά μας. Αντί για βάρος θα ήταν πλούτος.

Στις ειδήσεις της τηλεόρασης πρόσφατα είχε παρουσιαστεί ένα ρεπορτάζ για  μια οικογένεια Σύρων. Είχαν καταφέρει να πάρουν άσυλο κι έμεναν νομίζω στα Χανιά. Ο πατέρας είχε πιάσει δουλειά, ξέρετε από αυτές τις δουλειές που δεν ενδιαφέρουν πια τους Έλληνες, το παιδί πήγαινε σχολείο, έβλεπες την ευγνωμοσύνη όχι μόνο στα λόγια αλλά και στα μάτια τους. Δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ τι θα νιώθουν αύριο άραγε για εμάς τα παιδιά που μεγαλώνουν στη Μόρια.

Παρεμπιπτόντως ο πληθυσμός της Ελλάδας το 2017 μειώθηκε κατά τρεις Μόριες και κάτι…