Μια πολύ προσωπική υπόθεση

Μπορεί τον τόνο του ανασχηματισμού να τον έδωσαν οι κ. Ξενογιαννακοπούλου και Παπακώστα, αυτή ωστόσο που δέχθηκε τις πιο έντονες επικρίσεις ήταν, χωρίς αμφιβολία, η κ. Νοτοπούλου.

Όποιος μπαίνει στην πολιτική βέβαια πρέπει να είναι έτοιμος να υποστεί κριτική. Άλλοτε μετρημένη και δίκαιη, άλλοτε υπερβολική, άδικη, ακόμα και συκοφαντική, έξω από κάθε όριο ευπρέπειας. Η κ. Νοτοπούλου όμως, έστω και μόνο εξ αιτίας του θεσμικού της ρόλου, δεν είναι πια ένα αθώο κορίτσι 30 χρονών που οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε με αυξημένη κατανόηση. Είναι μια υπουργός που έχει αναδειχθεί με την στήριξη ενός πανίσχυρου κομματικού μηχανισμού αλλά και προσωπικά του πρωθυπουργού. Είναι κατά συνέπεια απολύτως νόμιμο να τα ακούει και να τα ακούει έξω από τα δόντια.

Πρώτον γιατί όπως κάθε παλαιοκομματικό ρουσφέτι προσελήφθη ως καθαρίστρια χωρίς ποτέ να δουλέψει στην καθαριότητα. Το ότι το ίδιο έκαναν όλες οι παρατάξεις δεν ενδιαφέρει. Αυτή μόνο έγινε υπουργός, παρότι συμμετείχε σε μια τυπική έστω καταστρατήγηση της νομιμότητας που τώρα ορκίστηκε ότι θα υπερασπίζεται.

Δεύτερον επειδή ο διορισμός της παραβιάζει εξόφθαλμα το πνεύμα του θεσμού των εξωκοινοβουλευτικών υπουργών. Προσώπων δηλαδή που προϋποτίθεται ότι έχουν διακριθεί στην κοινωνία. Η μόνη δική της διάκριση ήταν η εμπιστοσύνη του πρωθυπουργού. Το ότι μπορεί στο παρελθόν να υπήρξαν ανάλογες επιλογές δεν αποτελεί δικαιολογία. Αντιθέτως υπάρχουν δεκάδες άλλες περιπτώσεις, ο Δοξιάδης, ο Λούρος, ο Κουλουριάνος, ο Αρσένης, ο Ξανθόπουλος, ο Τσαυτάρης και πολλοί άλλοι, που δικαιώνουν τον θεσμό. Πώς να συγκριθεί μαζί τους η επιλογή της Νοτοπούλου;

Αν η κριτική περιοριζόταν σε αυτά κανείς, φαντάζομαι, δεν θα μπορούσε να μιλήσει. Ας πρόσεχε. Γίναμε όμως μάρτυρες ενός ποταμού προσωπικών επιθέσεων με χαρακτηρισμούς που θα ντρεπόταν κάποιος να επαναλάβει, μόνο και μόνο για το ότι είναι αυτή που είναι. Έπαιξαν ρόλο όλα: ο σεξισμός απέναντι σε μια νέα κοπέλα, η αμετροέπεια  στα σόσιαλ μίντια, ο φανατισμός της εποχής, ίσως και ο φθόνος εναντίον των «επωνύμων». Η μπάλα πήρε και συγγενείς με υποτιθέμενες ή πραγματικές σχέσεις με ισχυρούς του ΣΥΡΙΖΑ, τέτοιο λιντσάρισμα είχαμε καιρό να δούμε. Ή μήπως όχι; Μήπως βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε ένα γενικότερο φαινόμενο όπου οι προσωπικές επιθέσεις έχουν αρχίσει όλο και περισσότερο να υποκαθιστούν την πολιτική;

Πρώτος διδάξας, στα χρόνια της κρίσης,  είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται για μια πολύ συνειδητή επιλογή.  Προεκλογικά είχε βάλει στο στόχαστρο Σαμαρά και Βενιζέλο. Τον πρώτο για το πολιτικό του παρελθόν και για συνεργάτες του. Τον δεύτερο έτσι, χωρίς λόγο, μόνο για τις απόψεις του. Σήμερα έχει στο στόχαστρο τον Κυριάκο και την οικογένειά του. Με ιδιαίτερο πάθος μάλιστα, φαντάζομαι επειδή προηγείται τόσο πολύ στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός. Έτσι μήνες τώρα παρακολουθούμε μια συστηματική προσπάθεια αποδόμησης του. Δεν περνά εβδομάδα χωρίς να βγαίνει και ένα λιγότερο ή περισσότερο φανταστικό σκάνδαλο το οποίο επιχειρείται να συνδεθεί μαζί του. Η στρατηγική είναι σαφής.Επειδή καμιά από τις «αποκαλύψεις» από μόνη της δεν επαρκεί, ελπίζουν ότι δια του πληθωρισμού θα πείσουν ορισμένους ψηφοφόρους ότι, δεν μπορεί για να είναι τόσα πολλά, κάτι τρέχει. Στόχος τους είναι να μπορούν να λένε, όπως σε πρόσφατη ανακοίνωση του Μαξίμου, «υπάρχει μεγάλο σκάνδαλο σε αυτόν τον τόπο πίσω από το οποίο να μην κρύβεται ο κ. Μητσοτάκης και η οικογένειά του;» Είναι σαν να έχει επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταφέρει το βάρος της αντιπαράθεσης από την πολιτική στα πρόσωπα.  Το παράδοξο είναι ότι την ίδια στιγμή, ιδίως μετά την τραγωδία στο Μάτι, διαμαρτύρεται για «δολοφονία χαρακτήρων». Αποκρύπτει βέβαια ότι η κριτική που γίνεται στην κ. Δούρου ή σε υπουργούς, δικαιολογημένη ή όχι, δεν αφορά τον χαρακτήρα τους αλλά συγκεκριμένες ενέργειες ή παραλείψεις στην άσκηση των καθηκόντων τους.

Πάντως ούτε και σ αυτό πρωτοτυπούμε. Για πολλά χρόνια πιστεύαμε ότι η επιλογή των προσώπων, όσο σημαντική και αν ήταν, δεν αναιρούσε τους βασικούς άξονες της πολιτικής, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μεταπολεμική συναίνεση. Αυτό πια δεν ισχύει και οι μάχες έχουν γίνει πολύ προσωπικές. Στις ΗΠΑ παρακολουθήσαμε μια εκλογική αντιπαράθεση με κεντρικό σύνθημα των οπαδών του Τραμπ για την Χίλαρι, «κλείσε την στη φυλακή». Η εκλογή του Τραμπ ανατρέπει πολλά από όσα θεωρούσαμε δεδομένα για τις ΗΠΑ με άγνωστες ακόμα συνέπειες.  Στην Ευρώπη πάλι, όλο και πιο πολύ έχει κανείς την αίσθηση ότι τα πρόσωπα, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό το τυχαίο, καθορίζουν τις εξελίξεις. Η ανάδειξη του Μακρόν, ενός πολιτικού που βγήκε από το πουθενά, ενδεχομένως να απέτρεψε την εκλογή της Λεπέν. Αν το σκάνδαλο με τον υποψήφιο της Γαλλικής δεξιάς είχε σκάσει λίγους μήνες αργότερα, σήμερα ενδεχομένως να μιλάγαμε για μια τελείως διαφορετική Ευρώπη. Η Μέρκελ από την άλλη πλευρά για πολύ καιρό έμοιαζε μόνη της σχεδόν να κρατά την Ευρώπη στην γραμμή της λογικής. Μια ανατροπή της ισορροπίας με το CSU, όπως παραλίγο να συμβεί μέσα στο καλοκαίρι, θα μας έβαζε σε αχαρτογράφητα νερά. Αντιθέτως στην Ιταλία, αρχικά ένας κλόουν και τώρα ο Σαλβίνι, είναι έτοιμοι να ανατρέψουν πλήρως τα μεταπολεμικά δεδομένα. Θα δούμε αν θα τα καταφέρουν.  Μια ήπειρος στην οποία ποτέ δεν ξέρεις πού μπορεί να σκάσει ένας νέος Ορμπάν.  Αλλά και μια παγκόσμια κοινότητα όπου ένας Πούτιν, ένας Ξι ή ένας Ερντογάν έχουν συμβάλει καθοριστικά σε μια πρωτόγνωρη αστάθεια.

Για μια γενιά όπως η δική μου που μεγάλωσε πιστεύοντας στην πρωτοκαθεδρία της πολιτικής, όπου ακόμα και το προσωπικό θεωρήθηκε για μια περίοδο πολιτικό, αυτή η επανεμφάνιση  του καθοριστικού ρόλου των προσώπων ξαφνιάζει. Πιθανότατα φταίει η κρίση. Αλλά πάλι αυτό μπορεί να είναι η δική μας αυταπάτη. Μπορεί ο Τζο Μπάιντεν, στον επικήδειο του Μακέιν, να αποτυπώνει καλύτερα την πραγματικότητα: «όλη η πολιτική,είπε, είναι προσωπική υπόθεση»…

Παντελής Καψής

Πηγή: reader.gr