To «πέμπτο μάθημα» από την Documenta 14: Το θεσμικό ζήτημα

Όπως τονίσθηκε στα προηγούμενα μαθήματα η σύνδεση ανάμεσα στο Κάσελ και την Αθήνα δεν είναι γεωγραφική υπόθεση. Είναι πρωτίστως συνειδησιακή συνθήκη. Πράγμα που σημαίνει, ότι δύο τύποι (με την αριστοτελική έννοια του όρου) μπορούν να αναπτύξουν σχέσεις και επαφές μεταξύ τους, επειδή αυτές οι επικοινωνιακές δυνατότητες ενυπάρχουν εγγενώς στις ίδιες τις συγκροτησιακές δομές τους. Άραγε υπάρχει κάτι τέτοιο;

Εάν αυτή η αρχική επιστημολογική παραδοχή ισχύει, το ερώτημά μας σχετικά με την «Documenta 14» διατυπώνεται ως εξής: ποιό είναι το αισθητικό πρόγραμμα, το οποίο έχουν εκπονήσει οι σχεδιαστές του θεσμού και το οποίο έχει τεθεί σε εφαρμογή στα επίπεδα συγκροτήσεως του αισθητικού στοιχείου γενικά και της τέχνης ειδικότερα; Το «πέμπτο μάθημα» ως καθηγητής Πανεπιστημίου το γράφω κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου του 2017 και απομένουν μόλις λίγες μέρες μέχρι το τέλος της αθηναϊκής εκδοχής του θεσμού (16 Ιουλίου 2017).

Η Αθήνα βιώνει συνθήκες αισθητικής αβεβαιότητας και απροσδιοριστίας. Το καθεστώς αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία και την απαρχή αισθητικών προτάσεων, οι οποίες θα βρισκόντουσαν σήμερα στη διεθνή εικαστική πρωτοπορία. Αντί όμως να συμβαίνει αυτό όλα τριγυρίζουν γύρω από τον ανύπαρκτο αισθητικό θεσμικό εαυτό της Αθήνας!

Πρώτον, στην Αθήνα ως πόλη, ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους λειτουργεί μία «Εθνική Πινακοθήκη», η οποία εδώ και χρόνια είναι κλειστή. Κατά το διάστημα που ήμουν μέλος του διοικητικού συμβουλίου της δεν μπόρεσα να λειτουργήσει το μουσείο ως «θεσμός του ωραίου», επειδή άλλοι μηχανισμοί και παράγοντες επέβαλαν τις απόψεις τους και τις αντιδραστικές ιδέες τους. Στο ερώτημά μας γιατί το Κάσελ δεν συνεργάσθηκε με την «Εθνική Πινακοθήκη» για την “Documenta 14,” η γνωστή απάντηση είναι η λειτουργική: επειδή η Πινακοθήκη είναι κλειστή.

Τα πράγματα όμως έχουν μία άλλη διάσταση: η ερμηνεία της αδυναμίας των συνεργασιών ανάμεσα στους δύο θεσμούς: δηλ. των Documenta και της Ελληνικής Εθνικής Πινακοθήκης θα πρέπει να αναζητηθεί στο επίπεδο των αξιών και των προσανατολισμών. Αυτό σημαίνει, ότι ενώ η Documenta ως αισθητικός και εικαστικός θεσμός γεννήθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο στη Γερμανία, μέσα σ’ ένα πραγματολογικό πλαίσιο δημιουργίας και επαναπροσδιορισμού της δημοκρατίας και της πολιτικής, η Πινακοθήκη στην Αθήνα, δηλαδή στη συντηρητική ελληνική πολιτική κοινωνία, ιδρύθηκε με τις πραγματολογικές προϋποθέσεις του εθνοκεντρισμού και της ιδεολογίας της ιστορικής συνέχειας.

Το συμπέρασμά μας λοιπόν για την αδυναμία συνεργασίας ανάμεσα στους δύο θεσμούς: “Documenta 14” και «Εθνική Πινακοθήκη» συνοψίζεται στο εξής: δεν έχουμε να κάνουμε με μία λειτουργική ή οργανωτική ασυμμετρία, αλλά μία συγκροτησιακή «διαφορά» η οποία εκφράζεται και στο επίπεδο δόμησης των δύο πολιτικών κοινωνιών: της γερμανικής και της ελληνικής.

Αυτή η συγκροτησιακή «διαφορά» καθίσταται εναργής και κρυστάλλινη στην περίπτωση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ). Στην περίπτωση του «Μουσείου» τα πράγματα καθίστανται και πολύπλοκα και σύνθετα. Και αυτό επειδή οι διοργανωτές του θεσμού: «Documenta 14» μετέφεραν τμήματα των μονίμων συλλόγων του μουσείου στο Κάσελ. Το ζήτημα, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, δεν είναι ούτε διοικητικό ούτε λειτουργικό. Έχει να κάνει με την ίδια τη συγκρότηση της ελληνικής πολιτικής κοινωνίας ως αισθητικής οντότητας και κοινότητας. Οπότε η συνεργασία του θεσμού: “Documenta 14” με την Αθήνα καθίσταται εξ ορισμού προβληματική, επειδή οι δύο πλευρές, τα δύο μέρη, δεν έχουν επεξεργαστεί ισότιμους τουλάχιστον «αισθητικούς κανόνες». Η γερμανική πολιτική κοινωνία έχει διαμορφώσει και συνθήκες και διαδικασίες και θεσμούς «κατασκευής» έργων τέχνης και σ’ αυτήν λειτουργούν αντίστοιχοι θεσμοί υποδοχής και δεξίωσης στο πλαίσιο του κράτους της ωραιότητας. Από την άλλη η ελληνική πολιτική κοινωνία δεν μπορεί (δυστυχώς) να συγκροτηθεί εδώ και έναν αιώνα ως αισθητική οντότητα. Το γεγονός (Factum), ότι στην ελληνική πολιτική κοινωνία δεν λειτουργεί μουσείο σύγχρονης τέχνης καταδεικνύει, ότι αυτή η κοινωνία ως μοντέρνα κατάσταση είναι τουλάχιστον ημιτελής. Μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί, ότι έχουμε να κάνουμε με μία αισθητική παθογένεια: γιατί πώς αλλιώς ερμηνεύεται το γεγονός, ότι τμήματα των μονίμων συλλόγων του μουσείου εκτίθενται στο Κάσελ ενώ στην Αθήνα οι πολίτες (δηλ. οι ιθαγενείς, οι φορολογούμενοι) δεν έχουν πρόσβαση!

Όπως αντιλαμβανόμαστε όλοι μας το θεσμικό ζήτημα, το οποίο έθεσε η «Documenta 14» για την ελληνική κοινωνία υπερβαίνει και την ίδια ως θεσμό, αλλά προ πάντων θέτει την ελληνική κοινωνία μπροστά στον αισθητικό καθρέπτη της: πότε επιτέλους θα γίνει αισθητική οντότητα; Πότε η ίδια ως κοινωνία θα «κατασκευάσει» αισθητικά κριτήρια και κανόνες;