Εθνική στρατηγική για την ανάπτυξη

Η θέσπιση και ισχύς ενός σύγχρονου κανονιστικού πλαισίου που ρυθμίζει την οικονομική ζωή και η εύρυθμη λειτουργία ενός αποτελεσματικού συστήματος απονομής της Δικαιοσύνης, αποτελούν θεμελιακές εγγυήσεις κάθε μορφής οικονομικής και κοινωνικής προόδου.

Ο νόμος δημιουργεί το σταθερό εποικοδόμημα της οικονομικής δραστηριότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης. Και γι’  αυτό το λόγο είναι κρίσιμο κάθε φορά να εξετάζουμε: τί προβλέπει το δίκαιο; Και ποιά είναι η ιδεολογία του:

Στην Ελλάδα -είναι αλήθεια- έχουμε χάσει πολύτιμο χρόνο και αρκετές ευκαιρίες. Χάσαμε πέντε χρόνια μνημονίου, πέντε χρόνια σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής. Αφεθήκαμε σε έναν στείρο σχεδιασμό δράσεων σε φύλλα excel, σε μια στυγνή στοχοθεσία που, κατά γενική ομολογία, ακόμη και από την πλευρά των πιστωτών της χώρας μας, δεν πέτυχε και δεν προσαρμόστηκε με επιτυχία στις ελληνικές συνθήκες. Ένα πρόγραμμα που απώλεσε γρήγορα το όποιο μεταρρυθμιστικό του πρόσημο και δεν έγινε ποτέ βαθύτερα αποδεκτό από την ελληνική Κοινωνία.

Πληρώνουμε, παράλληλα, την ασυνέπεια και ασυνέχεια μας στον τομέα των κινήτρων για προσέλκυση επενδύσεων. Ένα σχεδόν κατεστημένο φοβικό σύνδρομο απέναντι σε κάθε τολμηρή αλλά αναγκαία μεταρρύθμιση, μια ανακλαστική συντήρηση που αντιμάχεται τη φυγή προς τα εμπρός, μας κρατά ακόμη στο τέλμα.

Η διγλωσσία και η αναβλητικότητα αναχαίτισε τις οποίες επενδύσεις είχαν πάρει τον δρόμο προς τη χώρα μας. Κάθε εξαγγελθείσα νομοθετική παρέμβαση για γενικευμένες «fast track» διαδικασίες ή προτεραιοποίηση «στρατηγικών» επενδύσεων, που τελικά δεν πήρε σάρκα και οστά ή δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, επιδείνωσε τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Και μάλιστα διπλά: τόσο εξ αιτίας της απώλειας των επενδυτικών ευκαιριών, όσο -και κυρίως- εξ αιτίας της επώδυνης απώλειας της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας μας.

Αυτή είναι η συνταγή της αποτυχίας που μας οδηγεί στον φαύλο κύκλο της οπισθοδρόμησης, και μάλιστα σε μια χώρα που διαθέτει στρατηγικά πλεονεκτήματα, που θα μπορούσαν να στηρίξουν υγιή, διαχρονική και διάχυτη οικονομική ανάπτυξη για όλους.

Και έτσι, φαίνεται με απόλυτη ευκρίνεια ότι έχουμε αποτύχει στο βασικό στόχο, που δεν θα έπρεπε να είναι τίποτε άλλο από τη χάραξη μιας ενιαίας και συνεπούς Εθνικής Στρατηγικής για την Ανάπτυξη.

Έχουμε, με άλλα λόγια ανάγκη, από ένα ολιστικό σχέδιο που θα πρέπει να περιλαμβάνει κάθε ενέργεια, κάθε αναγκαίο μέτρο και δράση για τη δημιουργία ενός εύρυθμου, ελεύθερου αλλά και επαρκώς ρυθμιζόμενου οικονομικού περιβάλλοντος.

Ένα περιβάλλον στο οποίο θα υπάρχει σαφήνεια, ασφάλεια και γνώση σε όλα τα επίπεδα της κρατικής παρέμβασης. Ασφάλεια και σαφήνεια στο φορολογικό καθεστώς, στο ασφαλιστικό πλαίσιο, στις εργασιακές σχέσεις, στην προστασία του περιβάλλοντος. Και φυσικά ένα δίκαιο και αποτελεσματικό σύστημα επίλυσης των διαφόρων.

Είναι λοιπόν ακόμη ζητούμενο στη χώρα μας να βρούμε τη «χρυσή τομή». Μια αναλογική συμμετρία ανάμεσα στην οικονομία και το κράτος. Να κατανοήσουμε ότι το κράτος, το σύγχρονο κράτος, δεν είναι ούτε επιχειρηματίας ούτε επενδυτής.

Είναι, όμως, ο αναγκαίος  ρυθμιστής. Οφείλει να είναι ο βασικός παρανομαστής, ο εγγυητής ενός ελεύθερου αλλά εύρυθμου πεδίου οικονομικής δραστηριότητας. Με σαφείς και ευδιάκριτες αποστάσεις τόσο από τον ακραίο κρατισμό όσο και από τον άκρατο φιλελευθερισμό.

Και ασφαλώς μιλάμε για μια ανάπτυξη αειφόρο, βιώσιμη, πραγματική, χειροπιαστή. Που θα είναι αισθητή στην Κοινωνία και όχι απλώς λογιστική. Χωρίς ελίτ και μονοπώλια. Ανάπτυξη με ανθρώπινο πρόσωπο, που θα υποστηρίζει θέσεις εργασίας, θα καταπολεμά την ανεργία, θα αυξάνει το ΑΕΠ, θα αξιοποιεί παραγωγικά τη δημόσια περιουσία, θα δίνει ελπίδα στους νέους, θα ενισχύει τα εισοδήματα των ασθενέστερων λαϊκών στρωμάτων και θα στηρίζει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ανάπτυξη με άξονες την εφαρμογή εθνικού σχεδίου για τον τουρισμό, την ενέργεια, την αγροτική οικονομία, τις σύγχρονες υπηρεσίες πάντοτε στα πλαίσια της εύλογης στάθμισης της επιβεβλημένης περιβαλλοντικής προστασίας.

Απαιτείται λοιπόν σοβαρή και μεθοδική εργασία. Χρειάζεται να εξετασθούν και να αξιολογηθούν όλα τα ενδεχόμενα και τα δοκιμασμένα μοντέλα ενίσχυσης των επενδύσεων. Είναι αλήθεια ότι τα περασμένα  χρόνια, έγινε μία προσπάθεια να σχεδιαστούν και εφαρμοστούν μια σειρά από μέτρα για την απλούστευση των διαδικασιών, την προσέλκυση των επενδυτών και του εκσυγχρονισμού του κράτους.

Πρέπει όμως να εντοπίσουμε εκείνες τις βέλτιστες πρακτικές από την Ελλάδα και το εξωτερικό, να τις προσαρμόσουμε και να τις υιοθετήσουμε. Υπάρχουν κανόνες για κατ’ εξαίρεση διαχείριση των «στρατηγικών» επενδύσεων καθώς και των αποκρατικοποιήσεων. Θα πρέπει να ενοποιήσουμε και να «κανονικοποιήσουμε» αυτές τις «εξαιρετικές» διατάξεις. Να δημιουργήσουμε ένα καθολικό, καθαρό πλαίσιο υποστήριξης της ανάπτυξης. Με ενιαίους κανόνες και διαδικασίες που θα εγγυηθούν σταθερότητα, ασφάλεια και διαφάνεια στην οικονομική ζωή, συνθήκες απαραίτητες για κάθε μορφή ανάπτυξης.

Ο νόμος και το δίκαιο θα ρυθμίσουν και θα καθορίσουν, εν τέλει, την έκταση και το περιεχόμενο των επενδύσεων. Είναι, λοιπόν, φυσικό κι επόμενο, η Ελληνική Δικαιοσύνη να κατέχει προνομιακή θέση σε αυτό το νέο, αναγκαίο κανονιστικό περιβάλλον. Εξακολουθεί να ενισχύεται η κοινωνική ανάγκη για απονομή του δικαίου εντός εύλογων χρόνων, με αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα, με χρήση των νέων τεχνολογιών, των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών, με νέες υποδομές, ένα νέο δικαστικό χάρτη, καλύτερη εκπαίδευση και εξειδίκευση των δικαστών. Οι θετικές επιδράσεις μεταρρυθμίσεων τέτοιου εύρους και βάθους στο δικαστικό μας σύστημα εκτείνονται πολύ πέραν των στενών ορίων της Δικαιοσύνης, συμβάλλοντας, στην ανάπτυξη της χώρας μας.