Ο πολιτικός ιμπρεσιονισμός της Ζωής Κωνσταντοπούλου

Από τη σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας το έργο της προέδρου του ελληνικού κοινοβουλίου κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου κρίνεται με τους όρους του πολιτικού ιμπρεσιονισμού. Όλοι μας γνωρίζουμε τον όρο ιμπρεσιονισμό ως όρο της αισθητικής φιλοσοφίας. Και όλοι μας έχουμε γαλουχηθεί με τον όρο αυτό επί ενάμισι και πλέον αιώνα, από το τέλος του δέκατου αιώνα, όταν η επιστήμη της ιστορίας της τέχνης τον χρησιμοποίησε, για να εντάξει σ’ αυτόν ως εννοιολογική κατηγορία τις αισθητικές δημιουργίες των καλλιτεχνών, που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν διυποκειμενική εγκυρότητα.

Έκτοτε ο όρος αυτός απέκτησε πολιτική τιμή και πολιτικό κύρος. Και εννοείται δεν αναφέρεται ως όρος της πολιτικής φιλοσοφίας στο ιστορικό κίνημα του ιμπρεσιονισμού, το οποίο έχει καταξιωθεί στην παγκόσμια καλλιτεχνική συνείδηση.

Στην ελληνική περίπτωση της Κωνσταντοπούλου εντοπίζουμε όλοι εμείς ως πολίτες της πολιτικής κοινωνίας εξ αρχής μία αντίφαση στη δραστηριότητά της, στο έργο της, για το οποίο θα πρέπει να απαντήσει όχι η ίδια, αλλά όλοι εκείνοι στην ελληνική βουλή οι οποίοι την εξέλεξαν: γιατί εδώ και έξι μήνες επιλέγει η ίδια η πρόεδρος του ελληνικού κοινοβουλίου να ενεργεί ως κομισάριος πολιτικού ιμπρεσιονισμού αντί να πράττει ως καθολικός πολιτικός της βουλής και κατ’ επέκταση ως εκπρόσωπος του ελληνικού «λαού»;

Το ερώτημα αυτό το θέτω ως πολίτης και ως καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας και εννοείται, ότι δεν περιμένω από την ίδια την κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου να απαντήσει. Η ελληνική πολιτική κοινωνία βρίσκεται σε «αιώνια υπαρξιακή κρίση» και την πραγματολογική αυτή κατάσταση δεν μπορεί η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου να επεξεργασθεί ούτε στο επίπεδο της προσωπικής και ατομικής συνείδησης ούτε στο συλλογικό και θεσμικό επίπεδο της κοινωνικής και κοινοβουλευτικής αυτοσυνειδησίας.

Ο πολιτικός ιμπρεσιονισμός της προέδρου του ελληνικού κοινοβουλίου εξειδικεύεται σε δύο μείζονες πρωτοβουλίες που ανέλαβε: πρώτον, στη σύσταση επιτροπής αλήθειας για το χρέος και δεύτερον στη συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής για τα μνημόνια. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί, ότι και οι δύο επιτροπές έχουν ως κύριο δομικό χαρακτηριστικό την αυτοαναφορά, πράγμα που σημαίνει ότι τα συμπεράσματά τους δεν ενδιαφέρουν τα μέρη που εμπλέκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο πρόγραμμα της αναδιάρθρωσης του χρέους.

Ο πολιτικός ιμπρεσιονισμός της Κυρίας Ζωής Κωνσταντοπούλου επιλέγει ως «ζωτικό χώρο» της το προαύλιο της Βουλής. Θα πρότεινα ως πολιτικός φιλόσοφος να επιμείνει σ’ αυτές τις επιλογές της, οι οποίες δεν εντάσσονται με κανένα τρόπο σ’ αυτό που στην πολιτική φιλοσοφία ονομάζουμε: «πολιτική απόφαση» και «πολιτική πράξη». Τελικά το ερώτημα τίθεται και είναι αμείλικτο: τι συμβαίνει με την κυρία πρόεδρο του ελληνικού κοινοβουλίου στο βαθμό που δεν μπορεί, εκ των πραγμάτων, να είναι μία καθολικός πολιτικός και επιλέγει το ρόλο του ιμπρεσάριου στο πολιτικό θέατρο σκιών μπροστά στο οποίο όλοι εμείς οι πολίτες «σηκώνουμε τα χέρια ψηλά»;