Πρόοδοι και οπισθοδρομήσεις των συστημάτων κοινωνικής προστασίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ

Ο ρόλος των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο πλαίσιο συγκρότησης μιας τεκμηριωμένης θεωρητικής και εμπειρικής βάσης για την χάραξη κοινωνικά δίκαιης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής συνιστά για όλες τις χώρες του κόσμου μια ουσιαστική πρόκληση, που απαιτεί -πέραν της διακρατικής- και διατομεακή επιστημονική προσέγγιση. Η αναζήτηση καινοτόμων εθνικών δράσεων και μεταρρυθμίσεων, ως μοχλός ανάσχεσης των πάσης φύσεως ανισοτήτων που δημιουργεί η οικονομική ύφεση σε όλο το φάσμα της κοινωνικής προστασίας αναδεικνύεται βασικός στόχος της πολιτικής ατζέντας σε όλες τις δημοκρατικές χώρες ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού.

Εντυπωσιακό είναι, ωστόσο, ότι μολονότι η διασφάλιση ενός αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους αγγίζει σχεδόν κάθε πλευρά της οικονομίας και της κοινωνίας των επί μέρους κρατών και στις δύο ηπείρους, ο αγώνας για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων εμφανίζεται μεταξύ τους διαφορετικός.

Η δικαιολόγηση των διαφορών αντίληψης της κοινωνικής προστασίας στις χώρες ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού συνοψίζεται πολύ συχνά στον ήδη διάσημο -από τον Seymour Martin Lipset- όρο ‘αμερικανικός εξαιρετισμός, αντιπαραβάλλοντας το «θεσμικά αναδιανεμητικό ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» με το αντίστοιχα χαρακτηριζόμενο ως «ελλειμματικό» ή «υπολειπόμενο» μοντέλο των ΗΠΑ.

Η παραπάνω αντιπαραβολή επικεντρώνεται συνήθως στα τρία βασικά στερεότυπα των ευρωπαϊκών αντιλήψεων για την κοινωνική προστασία στις ΗΠΑ: στο αμερικανικό κράτος κοινωνικής πρόνοιας ελλείπει α) ένα ασφαλιστικό σύστημα δημόσιας υγείας β) ένα γενικό σύστημα ελαχίστου εισοδήματος, ενώ οι δημόσιες συντάξεις, είναι λιγότερο γενναιόδωρες και πολύ περισσότερο περιορισμένες από τις αντίστοιχες των χωρών της Ευρώπης.

Στις ΗΠΑ η εξέλιξη του ασφαλιστικού συστήματος ακολούθησε εν μέρει το μοντέλο Bismarck, ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ δεν θεσμοθέτησαν ποτέ την ασφάλιση υγείας για το σύνολο του πληθυσμού, παραχωρώντας αυτήν την αρμοδιότητα στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ή στην γενναιοδωρία των εργοδοτών. Ενώ λοιπόν τα ευρωπαϊκά συστήματα υγείας προέκυψαν ως αποτέλεσμα της δράσης του κράτους, το αντίστοιχο αμερικανικό εξελίχθηκε μέσα από ένα συνονθύλευμα ευκαιριών της ιδιωτικής αγοράς γύρω από ανασφάλειες αναφορικά με τα θέματα υγείας και υπολειπόμενες κυβερνητικές ενέργειες για την προστασία συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, όπως ήταν οι βετεράνοι, τα άτομα τρίτης ηλικίας και οι άποροι.

Αποτέλεσμα αυτού ήταν η κοινωνική ασφάλιση να γίνει η «αχίλλειος πτέρνα» του συστήματος, αφού στη χώρα της αφθονίας, της καινοτομίας και της παγκόσμιας τεχνολογικής υπεροχής, το ένα έκτο περίπου του πληθυσμού, δηλαδή 48 εκατομμύρια Αμερικανοί της μεσαίας τάξης, παραμένουν ανασφάλιστοι, όταν στην Ευρώπη η υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση ισχύει από το τέλος σχεδόν του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης ανέκαθεν συνήθιζαν να καυχώνται για την μοναδικότητα του  μοντέλου κοινωνικής πρόνοιας που διαθέτουν, ενός μοντέλου που συνδυάζει τον οικονομικό βαθμό απόδοσης με την κοινωνική αλληλεγγύη. Εδώ ο πρωταγωνιστικός ρόλος του κράτους είναι προφανής, με την κοινωνική ασφάλιση να προσφέρει μιαν εντεταλμένη εκ μέρους του κράτους προστασία στους εργαζομένους αλλά και εθνικές υπηρεσίες υγείας για όλους τους πολίτες.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, στο σύστημα οργάνωσης του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους φαίνεται να  έχουν επισωρευθεί πολλές επί δεκαετίες υποβόσκουσες παθογένειες και στρεβλώσεις, με αποτέλεσμα και το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο να δέχεται επίσης έντονη κριτική για αναποτελεσματικότητα, καταγραφή ανισοτήτων και αδυναμία διασφάλισης ικανοποιητικών και βιώσιμων παροχών.

Τρία είναι τα κύρια στοιχεία, τα οποία ενώ συνήθως ταυτίζονταν με το αμερικανικό πρότυπο, έχουν -λίαν προσφάτως- έλθει στο προσκήνιο της κοινωνικής πολιτικής των χωρών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού : η έμφαση στην ατομική ευθύνη, το έντονο ενδιαφέρον για την ιδιωτική παροχή των υπηρεσιών με περισσότερες καταναλωτικές επιλογές, καθώς και η ‘εργασιακή ενεργοποίηση’ των ικανών προς εργασία ατόμων.

Επιπλέον οι παραδοσιακές έννοιες της αλληλεγγύης διατρέχουν την νέα τάση αναζήτησης δημόσιων και ιδιωτικών συμπράξεων, οι οποίες δυνητικά θα προσφέρουν στους δικαιούχους πολύ περισσότερες ευκαιρίες  ευημερίας.

Αντιστοίχως και στις ΗΠΑ  τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται έντονα σημάδια εξευρωπαϊσμού των κοινωνικών πολιτικών, προσεγγίζοντας έτσι περισσότερο το ευρωπαϊκό μοντέλο.

Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακυβέρνησης Obama,  η υγειονομική περίθαλψη του πληθυσμού γίνεται κεντρικό πεδίο σύγκλισης της αμερικανικής κοινωνικής πολιτικής με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές. Ο  μεταρρυθμιστικός νόμος για την υγεία, νόμος Obamacare, συνιστά, πράγματι, τη σημαντικότερη σε βάθος δεκαετιών μεταρρύθμιση στον τομέα της υγείας, παρότι η περιπέτεια της ψήφισής του αποκαλύπτει πολλά, όχι μόνο για την Αμερική αλλά και για την ίδια τη λειτουργία της Δημοκρατίας…

Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε λοιπόν βάσιμα να ισχυρισθούμε ότι τα συστήματα πρόνοιας Ευρώπης και ΗΠΑ παρουσιάζουν εν τέλει πολύ περισσότερα κοινά σημεία από όσα τους επιτρέπει η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ ενός «ελλειμματικού» ή «υπολειπόμενου» και ενός «θεσμικά αναδιανεμητικού» κοινωνικού μοντέλου. Υπάρχουν βέβαια και οι σταθερές μεταξύ τους διαφορές, όπως είναι για στις ΗΠΑ η μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις εξαρτώμενες από τον εργασιακό φορέα ασφαλιστικές παροχές, τα επιλεκτικώς στοχευμένα μη καθολικά προγράμματα και κυρίως ο ιδιωτικός χαρακτήρας της κοινωνικής ασφάλισης. Το σημείο, όμως, όπου -αναντίρρητα- συγκλίνουν τα δύο συστήματα είναι ο εκατέρωθεν εναγκαλισμός κατεστημένων δομών και συμφερόντων, αντιτιθέμενων σε όσες μεταρρυθμίσεις μετατοπίζουν το βάρος από τις πολιτικές ασφάλειας σε πολιτικές ρίσκου…

Όσον αφορά την Ευρώπη, το μεγάλο πρόβλημα εξακολουθεί να είναι η διπλή κρίση της δημοσιονομική και δημογραφική, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι λειτουργεί ως μια ήπειρος με πολιτικές, που  δεν ενθαρρύνουν τις καινοτομίες…  Η πρόοδος όμως που -θεωρητικώς τουλάχιστον- σημειώνεται εδώ είναι ότι η κατευθυντήρια ιδέα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους «αλλάζει παράδειγμα» και στρέφεται από το παλαιότερο μοντέλο κοινωνικής προστασίας προς ένα νέο μοντέλο Κοινωνικού Ενεργητικού Κράτους, με κύρια αποστολή τις παρεμβάσεις των συστημάτων κοινωνικής προστασίας σε περιόδους έντονης οικονομικής ύφεσης.

Η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη και τα διακυβεύματα για τη Δημοκρατία και την  κοινωνική δικαιοσύνη είναι πολλά… Επειδή όμως, κανένα αποτελεσματικό κοινωνικό Κράτος δεν μπορεί να στηρίζεται σε αναποτελεσματικούς θεσμούς, έτσι και καμιά πολιτική εκσυγχρονισμού τους δεν θα μπορέσει να επιτύχει, αν οι χαράκτες της νέας κοινωνικής πολιτικής στη χώρα μας -αλλά και σε όλες τις δημοκρατικές χώρες ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού-, δεν εστιάσουν στη διασφάλιση -και όχι στη διάψευση των προσδοκιών- και προπάντων στη διατύπωση θέσεων για μείζονα ζητήματα όπως είναι η πραγματική καταπολέμηση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων που αυτή συνεπάγεται, με θεσμούς δημόσιους, κεντρικούς, αλλά και αυτοδιοικητικούς, με παράλληλη εφαρμογή του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης, όχι μόνο με ρευστό χρήμα, αλλά και με δίκτυα, παροχές, υπηρεσίες, με ένα πλέγμα προσφοράς που είναι τελικά δημόσιο, αλλά θα έχει μέσα του και τη συνεισφορά της κοινωνίας των πολιτών. ..

Μόνο τότε ίσως, ευτυχήσουμε να ηττηθούν οι «Κασσάνδρες» και το κοινωνικό κράτος του μέλλοντος να καταφέρει να διαμορφώσει -για χάρη δική μας αλλά και των μελλοντικών γενεών- τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάδυση ενός πραγματικά καλύτερου κόσμου…