Νέα στοιχεία για την αποδοτικότητα της τρίτης (ενισχυτικής) δόσης του εμβολίου της κατά της μετάλλαξης Όμικρον ανακοίνωσε η αμερικανική φαρμακοβιομηχανία της Moderna.
Όπως αναφέρει στο δελτίο της η Moderna, η έρευνα για την αποτελεσματικότητα απέναντι στην Όμικρον έγινε για δυο τύπους ενισχυτικής δόσης: αυτής με τα 50μg που έχει εγκριθεί και μιας με 100μg. Σύμφωνα με τη Moderna, η τρίτη δόση εμβολίου των 50μg αυξάνει κατά 37 φορές τα αντισώματα κατά της Όμικρον, ενώ με τη δόση των 100μg τα αντισώματα αυξάνονται κατά 83 φορές.
«Η ραγδαία αύξηση κρουσμάτων Covid-19 από τη παραλλαγή Όμικρον είναι ανησυχητική για όλους μας. Παρά ταύτα, αυτά τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ενισχυτική δόση εμβολίου της Moderna, που έχει ήδη εγκριθεί, μπορεί να αυξήσει έως και κατά 37 φορές τα επίπεδα αντισωμάτων είναι καθησυχαστικά» δήλωσε ο Στεφάν Μπανσέλ, CEO της Moderna.
The authorized 50 µg booster of mRNA-1273 increased neutralizing antibody levels against Omicron ~37-fold compared to pre-boost levels & a 100 µg dose of mRNA-1273 increased neutralizing antibody levels ~83-fold compared to pre-boost levels. Read more: https://t.co/4WiCSwJn6B pic.twitter.com/5big1gH6cN
— Moderna (@moderna_tx) December 20, 2021
O Μπανσέλ τονίζει στη δήλωσή του ότι για να ανταποκριθεί σε αυτό το υψηλά μεταδοτικό στέλεχος του κορωνοϊού η Moderna συνεχίζει να αναπτύσσει μια ενισχυτική δόση εμβολίου που θα στοχεύει στην Όμικρον. Το εμβόλιο της Moderna για την Όμικρον θα έχει την κωδική ονομασία mRNA-1273.529 και οι κλινικές δοκιμές θα ξεκινήσουν στις αρχές του 2022.
Η Moderna, επισημαίνεται στην ανακοίνωση, συνεχίζει να αναζητά υποψήφια booster και για άλλες ανησυχητικές μεταλλάξεις (Variants of Concern).
Μεταξύ άλλων, μετά την έρευνα που πραγματοποίησε, η Moderna υποστηρίζει πως διαπιστώθηκε ότι είναι ασφαλής η χορήγηση ενισχυτικής (booster) δόσης των 100μg, καθώς οι ανεπιθύμητες ενέργειες είναι συγκρίσιμες με αυτές μετά τις δυο αρχικές δόσεις. Η Moderna αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες μετά τη χορήγησης της μεγάλης ενισχυτικής δόσης (100μg) ήταν ελαφρά πιο συχνές απ’ ό,τι με τη δόση των 50μg.