Γιατί Ισραήλ & ΗΠΑ πάνε για 3η δόση εμβολίου - Έρευνες ΕΚΠΑ για τη μείωση αντισωμάτων

Το Ισραήλ βρίσκεται ανάμεσα στις χώρες που έχουν τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού παγκοσμίως: Το  78% του πληθυσμού άνω των 12 ετών έχει πλήρως εμβολιαστεί. Παρά το γεγονός αυτό όμως, το Ισραήλ βρίσκεται και ανάμεσα στις χώρες με τους υψηλότερους αριθμούς νέων ημερήσιων επιβεβαιωμένων κρουσμάτων κορωνοϊού παγκοσμίως, με αριθμούς δε, που τις τελευταίες μέρες ξεπερνούν σταθερά τις 9.000.

Υπό αυτά τα δεδομένα το Ισραήλ επιταχύνει την χορήγηση της τρίτης δόσης του εμβολίου την οποία, μέχρι στιγμής, έχουν λάβει πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες.

Τρίτη δόση εμβολίου και στις ΗΠΑ

Στις ΗΠΑ επίσης, όπως έγραψαν χθες Τρίτη 17 Αυγούστου 2021,  οι New York Times,  οι υγειονομικές αρχές αναμένεται να προχωρήσουν εντός των επόμενων ημερών σε σύσταση για την χορήγηση ενισχυτικής δόσης του εμβολίου έναντι του κορωνοϊού σε όλους τους Αμερικανούς, ανεξαρτήτως ηλικίας, στους οκτώ μήνες μετά την ολοκλήρωση του πρώτου διπλού εμβολιασμού.

Οι τρίτες, ενισχυτικές δόσεις ενδέχεται να αρχίσουν να χορηγούνται περί τα μέσα Σεπτεμβρίου, όπως γράφει η εφημερίδα.

Την προηγούμενη εβδομάδα, ο αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) έδωσε «πράσινο φως» για τη χορήγηση τρίτης δόσης του εμβολίου της Pfizer και Moderna σε ευπαθείς ομάδες.

Οι αποφάσεις αυτές, που υπαγορεύονται από την επιθετική επέλαση της μετάλλαξης Δέλτα ακόμη και σε εμβολιασμένους πολίτες, εγείρουν εύλογα ερωτήματα για το εάν πρέπει, και εάν επίκειται, γενική απόφαση-σύσταση για την χορήγηση τρίτης δόσης και στην Ευρώπη.

Η μείωση των αντισωμάτων

Προσώρας, το ενδεχόμενο αυτό εξετάζεται μαζί με τα νέα επιστημονικά δεδομένα από όλον τον πλανήτη. Ιδιαίτερη ανάλυση, δε, γίνεται επί της τελευταίας μελέτης του ισραηλινού οργανισμού υγείας Μακάμπι (MHS) που δείχνει ότι η προστασία έναντι της Covid-19 μειώνεται όσο περνά ο χρόνος από τον εμβολιασμό: όσοι π.χ. εμβολιάστηκαν τον Ιανουάριο, έχουν κατά μέσο όρο περίπου 2,3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να μολυνθούν από τον κορωνοϊό, σε σχέση με όσους εμβολιάστηκαν τον Απρίλιο (λαμβανομένου πάντως υπόψη ότι οι υπερήλικες και εκείνοι με πιο αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα είχαν εμβολιαστεί πρώτοι).

Τα συμπεράσματα έρευνας του ΕΚΠΑ

Στην Ελλάδα, καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κωδικοποίησαν τα τελευταία πρόσφατα δεδομένα σχετικά με τις στρατηγικές βελτίωσης αντισωματικής απάντησης στα εμβολιαστικά σχήματα και το ρόλο της ενισχυτικής δόσης και επιχειρώντας να απαντήσουν το ερώτημα πόσο επιτακτική είναι η ενισχυτική δόση επισημαίνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής:

  • Τα επίπεδα ανοσολογικής απόκρισης όπως δείχνουν οι μέχρι τώρα μελέτες παραμένουν ικανοποιητικά, υψηλότερα από τον αρχικό στόχο της αποτελεσματικότητας 50%, για τις παραλλαγές του ιού που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη ο ρόλος της ενισχυτικής δόσης δεν είναι να ανεβάσει τον τίτλο τον αντισωμάτων αλλά να βελτιώσει την ποιότητα της «έτοιμης» ανοσολογικής απάντησης έναντι το κορωνοϊού.
  • Τα δεδομένα που λαμβάνουμε από τις δημοσιευμένες μελέτες αντισωμάτων έναντι των εμβολίων και της φυσικής λοίμωξης κορωνοϊού είναι σε πλήρη συμφωνία με τους γνωστούς μηχανισμούς εκπαίδευσης του ανοσολογικού στρατεύματος. Καταρχήν όταν οι εμβολιαστικές δόσεις δοθούν σε διάστημα μεγαλύτερο των 8 εβδομάδων παράγεται καλύτερης ποιότητας ανοσολογική απόκριση όπως έγινε προφανές από τα δεδομένα που έρχονται από τον Ηνωμένο Βασίλειο. Στην ίδια γραμμή η ενισχυτική εμβολιαστική δόση μετά από φυσική νόσηση οδηγεί σε ανοσολογική απάντηση καλύτερης ποιότητας.
  • Πρόσφατα δεδομένα τα οποία δημοσιεύθηκαν στο Science δείχνουν ότι τα αντισώματα που παράγονται μετά από το κλασικό σχήμα της Moderna έχουν πολύ καλή αποτελεσματικότητα έναντι και των μεταλλαγμένων στελεχών για περίπου 6 μήνες, ενώ στη συνέχεια φαίνεται ότι υπάρχει σταδιακά πτώση της αποτελεσματικότητάς τους κυρίως έναντι των μεταλλαγμένων στελεχών του κορωνοϊού. Οι συγγραφείς της πολύ σημαντικής μελέτης καταλήγουν στο ότι η μελέτη θα μπορούσε να βοηθήσει στην απόφαση για ενισχυτική δόση του εμβολίου μετά τους 6 μήνες φέρνοντας ξανά στο προσκήνιο την συζήτηση για την ενισχυτική δόση.
  • Συνοπτικά λοιπόν, οι αναλύσεις δείχνουν πιθανή πτώση της αποτελεσματικότητας έναντι των μεταλλαγμένων στελεχών μετά από 6 μήνες όταν τα εμβολιαστικά σχήματα ολοκληρώθηκαν εντός 4 εβδομάδων.
  • Έτσι, με βάση το παζλ που σιγά σιγά σχηματίζεται, διαφαίνεται ότι η ενισχυτική δόση θα μπορούσε να βελτιώσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανοσολογικής απάντησης σε όσους έχουν λάβει το εμβολιαστικό σχήμα των 4 εβδομάδων καλώντας εκ νέου τον ανοσολογικό στρατό σε ένα επιπλέον κύκλο εκπαίδευσης, αυτήν την φορά με καλύτερες συνθήκες από ότι στο χρονικό διάστημα των 4 εβδομάδων.
  • Η συζήτηση ωστόσο για την ενισχυτική δόση στις αναπτυγμένες χώρες προσκρούει στην ανάγκη επέκτασης του εμβολιασμού στις αναπτυσσόμενες χώρες. Ποια θα μπορούσε να είναι η βέλτιστη λύση;
  • Μία πιθανή λύση διαφαίνεται στο γεγονός ότι η ενισχυτική δόση δεν φαίνεται να προσφέρει σημαντικά σε άτομα που έχουν λάβει το καθυστερημένο σχήμα τύπου Ηνωμένου Βασιλείου (εξαιρώντας όμως τις ευάλωτες ομάδες), ή έχουν εμβολιαστεί μετά από φυσική νόσο. Υπό το φως των εξελίξεων αυτών, η πρόταση για ενισχυτική δόση στο σχήμα 4 εβδομάδων θα μπορούσε να συνδυαστεί με την γενίκευση της διεύρυνσης των δόσεων στις 8 εβδομάδες στους νέους εμβολιασμούς.
  • Η καθυστέρηση των δόσεων στις 8 εβδομάδες θα βελτιώσει σημαντικά την ροή των εμβολιασμών στις αναπτυσσόμενες χώρες που ακόμα έχουν χαμηλότερη εμβολιαστική κάλυψη, ενώ συγχρόνως θα πετύχει καλύτερη αποτελεσματικότητα έναντι των μεταλλαγμένων στελεχών χωρίς την ανάγκη της ενισχυτικής – αναμνηστικής δόσης.