Οι επιστήμονες προειδοποιούν: Η εξάρτηση των παιδιών από τις οθόνες προκαλεί νοητικές διαταραχές

Την ανησυχία των γονιών για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η πολύωρη έκθεση των παιδιών τους στις οθόνες των υπολογιστών, των κινητών τηλεφώνων και των tablets έρχεται να ενισχύσει μια νέα έρευνα που διεξήγαγαν Καναδοί επιστήμονες.

Όπως προκύπτει απ’ την έρευνα, που δημοσιεύει το The Lancet Child & Adolescent Health, η προσήλωση των παιδιών στις οθόνες για πάνω από δύο ώρες την ημέρα μπορεί να ενοχοποιείται για την πρόκληση νοητικών διαταραχών.

Οι επιστήμονες συνέλεξαν και μελέτησαν τα δεδομένα 4.500 παιδιών από τις ΗΠΑ, ηλικίας 8 έως 11 ετών. Κατά τη διαδικασία συνέκριναν τη χρήση της οθόνης με την απόδοσή των παιδιών, σε μία εξέταση που μετρά την εξέλιξη του εγκεφάλου.

Διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που κάθονται στην οθόνη μέχρι 120 λεπτά είχαν καλύτερες επιδόσεις στην γλωσσική ικανότητα, την επεισοδιακή μνήμη (σσ.το είδος μνήμης που μας επιτρέπει να θυμόμαστε πράγματα που μας συνέβησαν), την εκτελεστική λειτουργία, την προσοχή, την εργασιακή μνήμη και την ταχύτητα επεξεργασίας. Αυτοί που πέτυχαν υψηλά ποσοστά ήταν αρκετά λίγοι.

Η ομάδα των παιδιών που έλαβε μέρος στην έρευνα βρισκόταν μπροστά από την τηλεόραση, τους υπολογιστές και τα tablet κατά μέσο όρο περίπου 3,6 ώρες ψυχαγωγίας την ημέρα.

Η έρευνα έλαβε υπόψιν παράγοντες, όπως το επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων και το εισόδημα.

Ύπνος και άσκηση ανεβάζουν τις επιδόσεις

Παράλληλα, πέραν του περιορισμού της έκθεσης στις οθόνες, διαπιστώθηκε ότι είχαν καλύτερες γνωστικές επιδόσεις τα παιδιά που κοιμούνται τουλάχιστον εννέα ώρες κάθε βράδυ και ασκούνται τουλάχιστον μία ώρα την ημέρα

Οι επιστήμονες, πάντως, επισημαίνουν ότι σ’ αυτόν τον τομέα πρέπει να γίνουν επιπλέον έρευνες. «Χρειάζονται περισσότερες έρευνες για τη σύνδεση μεταξύ των ωρών μπροστά στην οθόνη και τη γνωστική λειτουργία, συμπεριλαμβανομένων και μελετών για την επίδραση του κάθε τύπου χρόνου που περνά μπροστά σε μία οθόνη, πχ για εκπαιδευτικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς», επισημαίνει ο επικεφαλής της έρευνας του Ινστιτούτου Ερευνών της Οττάβα, Τζέρεμι Γουόλς.