Η ενθάρρυνση του εμβολιασμού βασική επιδίωξη όλο και περισσότερων χωρών

Η σημασία και η αξία του εμβολιασμού έχει πολλές φορές τονιστεί τόσο για την προστασία της υγείας των ατόμων που εμβολιάζονται, προστατεύοντας τον οργανισμό τους έναντι μίας συγκεκριμένης νόσου, όσο και στην συμβολή του στην προστασία των μη εμβολιασμένων ατόμων.

Στη δεύτερη περίπτωση, έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο της « συλλογικής ανοσίας», όπου ο εμβολιασμός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού παρέχει προστασία στα μη εμβολιασμένα άτομα μειώνοντας τον αριθμό των ατόμων – φορέων της νόσου και παρέχοντας μικρή δυνατότητα μετάδοσης εντός της κοινότητας. Βεβαίως, ο άμεσος εμβολιασμός παρέχει μεγαλύτερη και πιο αξιόπιστη προστασία από την έμμεση προστασία που παρέχει η ανοσία της κοινότητας.

Ωστόσο, παρά την αποδεδειγμένη αξία του εμβολιασμού και την αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητά του ανά τους αιώνες, θυμηθείτε την παγκόσμια εξάλειψη της ευλογιάς που είχε προλάβει να αφαιρέσει 300-500 εκατομμύρια ζωές παγκοσμίως κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα, υπάρχουν ακόμα αντιρρήσεις, που πιθανώς να έχουν την βάση τους σε θρησκευτικές, πολιτικές ή φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ως προς την αναγκαιότητά και αποτελεσματικότητά του.Αυτός είναι και ο λόγος που χώρες ανά τον κόσμο προσπαθούν να καταδείξουν την αναγκαιότητά του και να ενθαρρύνουν τον εμβολιασμό στους πολίτες τους εφαρμόζοντας νέες πολιτικές υγείας όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το CNN International.

Γαλλία

Μία νέα πολιτική υγείας εφαρμόζεται στη χώρα και απαιτεί, όλα τα παιδιά που γεννιούνται από 1η Ιανουαρίου και έπειτα να λάβουν έντεκα (11) υποχρεωτικά εμβόλια.
Εμβόλια για τον τέτανο, την πολιομυελίτιδα, και την διφθερίτιδα ήταν πάντοτε υποχρεωτικά στη Γαλλία, ενώ οκτώ, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του κοκκύτη, της ηπατίτιδας Β, της ιλαράς, της παρωτίτιδας (μαγουλάδες) και της ερυθράς, να μην είναι υποχρεωτικά αλλά να συνιστώνται. Ωστόσο, με την έλευση του νέου έτους, αυτά τα οκτώ έγιναν υποχρεωτικά.

Η υπουργός υγείας της Γαλλίας, Agnes Buzyn, σε ανακοίνωση που εξέδωσε ανέφερε πως η επέκταση σε 11 υποχρεωτικά εμβόλια αντιπροσωπεύει 10 εμβόλια για παιδιά, που θα πρέπει να γίνουν στη διάρκεια δύο ετών. Μέχρι στιγμής, τουλάχιστον 70% των παιδιών στη Γαλλία λαμβάνουν και τα 10 εμβόλια, ενώ 80% έλαβαν πάνω από 8, καταλήγει στην ανακοίνωσή της.

Ίσως πολλοί διερωτώνται γιατί αυτή η αλλαγή; Η Isabelle Jourdan, εκπρόσωπος του υπουργείου υγείας, εξήγησε πως η εμβολιαστική κάλυψη στην Γαλλία «δεν ήταν αρκετά υψηλή» ώστε να καλύψει την σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τουλάχιστον 95% κάλυψη.

Το υπουργείο, άλλαξε την πολιτική του για να διαβεβαιώσει πως η Γαλλία θα πετύχει αυτό τον στόχο.
Σε ένα email που απέστειλε η ίδια η κ. Jourdan ανέφερε πως «εάν οι γονείς αρνηθούν να κάνουν στα παιδιά τους αυτά τα υποχρεωτικά εμβόλια, η κύρια συνέπεια θα είναι εκείνα να μην γίνουν αποδεκτά στα σχολεία, παιδικούς σταθμούς κτλ.».

Γενικά, η Ευρώπη αντιμετωπίζει την έξαρση της ιλαράς εξαιτίας της λιγότερο από της επιθυμητής εμβολιαστικής κάλυψης, σύμφωνα με την έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Πρόληψη των Ασθενειών και τον Έλεγχό τους που είδε το φως της δημοσιότητας τον Οκτώβριο: Από την 1η Ιανουαρίου του 2016 μέχρι τις 30 Ιουνίου του 2017, υπήρξαν πάνω από 14.000 περιπτώσεις ιλαράς οι οποίες οδήγησαν σε 34 θανάτους.

Στη Γαλλία υπήρξαν 429 περιπτώσεις, ή το 3% του συνόλου των περιπτώσεων, με την πλειονότητα αυτών να συμβαίνουν στην Ιταλία (4.521, ή 37%), την Ρουμανία (4.276, ή 35%), την Γερμανία (1.124, ή 9%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (663, ή 5%), σύμφωνα με την ίδια μελέτη.

Όσον αφορά την Ελλάδα, υπήρξε μία επιδημική έξαρση της ιλαράς τους περασμένους μήνες εξαιτίας, κυρίως, της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης, ειδικά σε κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, καθώς και της επιδημίας στις κοντινές χώρες. Ωστόσο, φαίνεται πως αυτή τη στιγμή η κατάσταση έχει εξομαλυνθεί.

Η ανοσία-«παιχνίδι αριθμών»

Η ανοσία είναι «ένα παιχνίδι αριθμών» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Dr. Tim Lahey, καθηγητής στο Dartmouth Institute for Health Policy and Clinical Practice, στο οποίο « ο τρόπος για να κερδίσεις είναι να έχεις όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους εμβολιασμένους έτσι ώστε, η ασθένεια να εξαφανισθεί από το σύνολο του πληθυσμού».

Πως όμως μπορούν οι κυβερνήσεις να ενθαρρύνουν με τέτοιο τρόπο τους πολίτες τους ώστε να τους κάνουν να κερδίσουν το παιχνίδι των αριθμών;

Η παροχή κινήτρου στους ανθρώπους είναι μία δύσκολη υπόθεση. Κανένας ποτέ δεν θέλει να αισθανθεί φόβο για να κάνει κάτι, και ακόμα περισσότερο δεν θέλει να πιεστεί να κάνει κάτι, ακόμα και εάν αυτό το κάτι είναι το «σωστό».

Γιατί οι κυβερνήσεις ενθαρρύνουν τον εμβολιασμό;

Η ανοσία στην ασθένεια αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα της νόσου από την ασθένεια ή των εμβολίων, τα οποία συνήθως περιέχουν έναν νεκρό ή αδρανοποιημένο νοσογόνο παράγοντα ο οποίος είναι υπεύθυνος για μια ασθένεια, και τα οποία κινητοποιούν το ανοσοποιητικό μας σύστημα ώστε αυτό να δημιουργήσει άμυνες έναντι του πραγματικού ιού.Παρόλα, αυτά υπάρχει ένα πρόβλημα όσον αφορά τα εμβόλια.

Ο Lahey αναφέρει πως «τα περισσότερα εμβόλια προσφέρουν μερική προστασία και όχι απόλυτη».

Γι’αυτό τον λόγο, εάν εξετάσετε κάποιες από τις επιδημίες ιλαράς ή παρωτίτιδας, για τις οποίες ασθένειες το 2000 τουλάχιστον το 90% του πληθυσμού είχε εμβολιαστεί εναντίον τους, οι άνθρωποι που τελικώς νόσησαν από αυτές ήταν εκείνοι που δεν είχαν εμβολιαστεί. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, υπάρχουν και κάποιοι που ενώ έχουν κάνει το εμβόλιο θα νοσήσουν κατά την διάρκεια μιας επιδημίας.

Επομένως, εάν «το ποσοστό εμβολιασμού για την ιλαρά πέσει στο 50% με 60% και πούμε ότι αυτό είναι ένα καλό ποσοστό» όπως επισημαίνει ο Lahey, αυτό θα σημαίνει πως «πιθανώς ένα 60% με 70% του πληθυσμού είναι ακόμη ευάλωτο και μπορεί να νοσήσει από αυτήν».

Οι ειδικοί τονίζουν πως 92% με 95% των παιδιών πρέπει να λάβουν τις δύο δόσεις του εμβολίου για την ιλαρά, της παρωτίτιδας και της ερυθράς (MMR) για να διατηρηθεί η ανοσία της κοινότητας, της οποίας όλα τα μέλη είναι προστατευμένα αφού τα περισσότερα μέλη της είναι εμβολιασμένα. Ακόμα και μία σοβαρή μεταδοτική ασθένεια όπως η ιλαρά απλά δεν θα μπορεί να εξαπλωθεί όταν η ανοσία της κοινότητας έχει επιτευχθεί.

Όμως, πως τα έθνη επιτυγχάνουν τέτοια υψηλά επίπεδα εμβολιασμού; Όπως είναι αναμενόμενο, οι απαντήσεις ανά την υφήλιο διαφέρουν.

Ευρώπη

Παρά του ότι, γενικά, τα ποσοστά εμβολιασμού στην Ευρώπη είναι υψηλά, η ιλαρά συνεχίζει να εξαπλώνεται εκεί όπου τα ποσοστά εμβολιασμού έχουν μειωθεί, όπως προειδοποίησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε ανακοίνωση που εξέδωσε το 2016. Η ιλαρά είναι μία ιογενής λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος που μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές της υγείας, εκείνου που νοσεί, όπως πνευμονία και εγκεφαλίτιδα.

Δεκαοκτώ χώρες, ανάμεσα σε αυτές και οι Αυστρία, Βέλγιο, Ισλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ισπανία και Σουηδία, ανέφεραν μερικές περιπτώσεις ιλαράς κατά την διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2017, εν αντιθέση με την ίδια περίοδο του 2016 σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Ασθενειών.

«Δεδομένου των διαφοροποιήσεων όσον αφορά τη διστακτικότητα ως προς τα εμβόλια, την άρνηση γι’αυτά και τις επακόλουθες επιδημίες, κάποιες χώρες, όπως η Ιταλία εφαρμόζουν πια περισσότερα απαιτούμενα» όπως αναφέρει η Heidi Larson, ανθρωπολόγος και διευθύντρια της μελέτης Vaccine Confidence και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο London School of Hygiene & Tropical Medicine.

Η πλειονότητα των περιπτώσεων ιλαράς στην Ιταλία, 89%, αφορούσε τους ανθρώπους που δεν είχαν εμβολιαστεί, και 6% των περιπτώσεων αυτών είχε να κάνει με τα άτομα εκείνα που είχαν λάβει μόνο την μία δόση του εμβολίου, σύμφωνα με την ερευνα που διενήργησε το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Πρόληψη και τον Έλεγχο των Ασθενειών.

Για να αντιμετωπίσει την εξάπλωση της ιλαράς, η Ιταλία στην ουσία ακολουθεί το παράδειγμα των Ηνωμένων Πολιτειών, στις οποίες απαιτείται ο εμβολιασμός για να μπορέσει ένα παιδί να πάει σχολείο. Οι ιταλικές απαιτήσεις όμως, περιλαμβάνουν και μερικές διαστρεβλώσεις. Ενώ δηλαδή, οι γονείς πρέπει να παρέχουν αποδεικτικό εμβολιασμού κατά την διάρκεια της εγγραφής των παιδιών τους σε δημόσια σχολεία, παιδικούς σταθμούς και νηπιαγωγεία, όπως δηλαδή γίνεται και στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι γονείς εκείνων των παιδιών που δεν έχουν έμβολιαστεί δεν έχουν καμία νομική επίπτωση. Αντιρρήσεις λόγω πνευματικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, σε αντίθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, δεν γίνονται αποδεκτές στην Ιταλία.

«Κάθε Ευρωπαϊκή χώρα είναι διαφορετική» τονίζει η Larson. «Η κάθε μία έχει το δικό της πρόγραμμα εμβολιασμού, το οποίο μπορεί να διαφέρει μεταξύ των χωρών».

Η Γερμανία έχει εισαγάγει νομοθεσία τον Ιανουάριο στην οποία κάνει υποχρεωτικό για όλα τα νηπιαγωγεία να ενημερώνουν τις υγειονομικές αρχές της χώρας εάν οι γονείς δεν έχουν καταθέσει το αποδεικτικό εμβολιασμού για τα παιδιά τους.

Η πολιτική αυτή σηματοδότησε μία αλλαγή στη Γερμανική νομοθεσία, που μέχρι εκείνη την στιγμή απαιτούσε από τους γονείς να καταθέσουν αποδεικτικό πως έχουν παρακολουθήσει την συμβουλευτική υπηρεσία εμβολιασμού πριν γράψουν τα παιδιά τους στο νηπιαγωγείο. Αυτός ο νόμος, που εφαρμοζόταν εδώ και τρία χρόνια, δεν απαιτούσε από τα σχολεία να αναφέρουν τους γονείς που δεν είχαν λάβει την συμβουλευτική αυτή υπηρεσία από τους γιατρούς τους.

«Γενικά, τα Ευρωπαϊκά κράτη τείνουν να προτιμούν εθελοντικά και όχι υποχρεωτικά προγράμματα εμβολιασμού», τονίζει η Larson.

Το 2015, η Larson και οι συνάδελφοί της συνεργάστηκαν με το WIN-Gallup International, για τη διενέργεια έρευνας αναφορικά με την στάση των ανθρώπων σε 67 χώρες ως προς τον εμβολιασμό. Η έρευνα ήταν παγκόσμια και πάνω από 65,819 άνθρωποι πέρασαν από συνέντευξη.

Παρά του ότι η γενική αίσθηση ως προς τον εμβολιασμό είναι θετική, η ερευνητική ομάδα βρήκε πως υπάρχει μεγάλη διαφοροποίηση ως προς αυτόν μεταξύ των χωρών και των διαφορετικών περιοχών.
«Το αίσθημα ως προς την ασφάλεια των εμβολίων είναι ιδιαιτέρως αρνητικό στις Ευρωπαϊκές χώρες» σημειώνουν οι ερευνητές. «Οι χώρες που έχουν υψηλά ποσοστά εκπαίδευσης και καλή πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας έχουν χαμηλά ποσοστά θετικού αισθήματος ως προς τον εμβολιασμό, κάτι που δείχνει μία αντίστροφη σχέση μεταξύ του αισθήματος για τον εμβολιασμό και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου».

«Το κύριο σημείο είναι πως ενώ υπάρχει μία καλή αποδοχή, γενικά, του εμβολιασμού στην Ευρώπη υπάρχουν και τάσεις που αντικατοπτρίζουν περισσότερα ερωτηματικά ως προς τα εμβόλια» αναφέρει η Larson.

Ηνωμένες Πολιτείες

Όλες οι πολιτείες έχουν ως προαπαιτούμενο τα παιδιά να μην μπορούν να παρακολουθήσουν το σχολείο καθώς και τα προγράμματα του παιδικού σταθμού εάν δεν έχουν κάνει όλα τα απαραίτητα εμβόλια, παρά του ότι ορισμένες πολιτείες επιτρέπουν τις εξαιρέσεις λόγω, ιατρικών, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων.

Τυπικά, αυτό το προαπαιτούμενο των σχολείων «δεν αυξάνει και την πιθανότητα των παιδιών για εμβολιασμό» τονίζει ο Lahey, που βλέπει το προαπαιτούμενο όχι ως τιμωρία αλλά ως ένα κίνητρο καθώς το σχολείο και ο εμβολιασμός είναι κάτι θετικό και οι γονείς στην πλειονότητά τους θέλουν θετικά πράγματα για τα παιδιά τους.

Ακόμα και έτσι όμως κάποιοι γονείς νιώθουν πως τα παιδιά τους έχουν το δικαίωμα να παρακολουθήσουν το σχολείο «χωρίς να αποδέχονται και την ευθύνη των συνεπειών που αυτό έχει» τονίζει ο ίδιος. Μέρος αυτής της ευθύνης είναι το να καταστήσουν πως το σχολείο είναι ένα ασφαλές μέρος. «Και ένας τρόπος να το κάνουν αυτό είναι με το να διασφαλίσουν την ασφάλεια μέσω των εμβολίων» συνεχίζει ο Lahey.

Ωστόσο, ο ίδιος αναγνωρίζει πως «μερικές φορές στη συζήτηση για τα εμβόλια, οι άνθρωποι μπορεί να αντιδράσουν στο κίνητρο» και «να αναπτύξουν πικρία».
«Μπορεί να αισθανθούν πως χάνουν τον έλεγχο της ζωής τους» αναφέρει ο ίδιος. Επομένως, ενώ οι περισσότεροι γονείς επιδιώκουν τον εμβολιασμό των παιδιών τους, για άλλους ανθρώπους ο εμβολιασμός δεν έχει σημασία.

Συνεπώς, με αυτό τον τρόπο, πάντα θα υπάρχει μία μειονότηταπου ποτέ δεν θα εμβολιάζεται για τον ένα ή τον άλλο λόγο, τονίζει ο Lahey.
Εάν αυτή η μικρή μειωνότητα παραμείνει μικρή, η ανοσία της κοινότητας μπορεί να είναι αποτελεσματική. Το πρόβλημα ξεκινά όταν η μειονότητα αυτή μεγαλώνει σε αριθμό.

Ο Noel T. Brewer, καθηγητής συμπεριφορικής υγείας στο Gillings School of Global Public Health του πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνα, βλέπει τους ανθρώπους χωρισμένους σε τρία στρατόπεδα.

Στο πρώτο είναι εκείνοι που καταλαβαίνουν την αξία και θέλουν τα εμβόλια και θα πάνε να τα κάνουν ενώ, στο αντίθετο στρατόπεδο είναι εκείνοι που δεν θέλουν τα εμβόλια αναφέρει ο Brewer. Και τέλος, είναι εκείνοι που βρίσκονται στην μέση: «αυτός ο μεγάλος αριθμός γονέων που δεν είναι πιθανό να πάρουν θέση είτε υπέρ είτε κατά των εμβολίων εκτός και εάν κάποιος τους παρακινήσει να το κάνουν».

Το να καταφέρει κάποιος να προσεγγίσει αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται στη μέση είναι το κλειδί. Επομένως, για να αυξηθούν τα ποσοστά εμβολιασμών ο Brewer βλέπει τρεις πιθανές προσεγγίσεις. « Είναι οι γονείς, είναι οι πάροχοι και είναι και τα συστήματα και πρέπει να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε το καθένα από αυτά με διαφορετικό τρόπο».

Ωστόσο, το να προσεγγίσει κανείς κατευθείαν τους γονείς δεν έχει αποδειχθεί πλήρως αποτελεσματικό. «Συνεπώς, οι προωθητικές καμπάνιες δεν καταφέρνουν και πολλά» τονίζει ο Brewer. Παρά του ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μοιάζουν να έχουν «μεγάλη επιρροή» στο τι συζητούν οι άνθρωποι στις ημέρες μας, « δεν είναι απόλυτα σαφές ότι παρεμβάσεις στα μέσα αυτά θα έχουν κάποια ουσιαστική επίδραση».

Σύμφωνα με τον Lahey, νέα στοιχεία δείχνουν πως όποιος ανήκει στον κοινωνικό μας περίγυρο – είτε είναι κάποιος που παίζει στο γήπεδο που πάμε και εμείς είτε ο προϊστάμενός μας – και ο οποίος βάζει τον εμβολιασμό σαν μία «κοινωνική νόρμα, αυτό είναι κάτι που θα ενθαρρύνει και εμάς να εμβολιαστούμε»

Στο μεταξύ, οι πάροχοι υπηρεσιών υγείας, είτε είναι γιατροί, νοσοκόμοι κτλ, αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στις ημέρες μας για να συζητήσουν γι’αυτά τα πράγματα με τους ασθενείς τους από ότι έκαναν στο παρελθόν, αναφέρει ο Brewer.

Επιτυχίες και προκλήσεις

Παρά τα όποια αρνητικά, η γενική εικόνα ως προς τον εμβολιασμό είναι θετική επιμένει ο Brewer. «Η χρήση εμβολίων είναι πολύ υψηλή. Όσον αφορά τα παιδικά εμβόλια μπορεί να είναι και πάνω από 90%. Είναι πολύ οι δράσεις που έχουν να κάνουν με την υγεία και στις οποίες έχουμε τέτοια επιτυχία» αναφέρει ο ίδιος.

Τα στατιστικά του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας επιβεβαιώνουν αυτή του την αισιοδοξία. «Η παγκόσμια εμβολιαστική κάλυψη είναι γενικά σταθερή» σύμφωνα με τον οργανισμό. Ωστόσο, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας επισημαίνει «παρά την παγκόσμια πτώση κατά 79% των θανάτων από ιλαρά μεταξύ των ετών 2000 και 2015, σχεδόν 400 παιδιά πεθαίνουν ακόμα και σήμερα από αυτή την ασθένεια καθημερινά».

Αυτό είναι αλήθεια ιδιαιτέρως στην Αφρική όπου τα ποσοστά ιλαράς σε μερικές χώρες είναι ακόμα υψηλά.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να δοκιμάζονται από την εξελισσόμενη επιδημία ιλαράς στη Μινεσότα, εκεί όπου ο αριθμός των περιπτώσεων αυτή τη χρονιά ξεπέρασε το σύνολο των περιπτώσεων που είχαν καταγραφεί σε ολη τη χώρα το έτος 2016. Σύμφωνα με τον Lahey, είμαστε μερικώς τα θύματα της δικιάς μας επιτυχίας.

«Δεν βλέπουμε περιπτώσεις ιλαράς, παρωτίτιδας, πολυομυελίτιδας και ερυθράς όπως στο παρελθόν και έτσι δεν νιώθουμε την ανησυχία και τον κίνδυνο με το πολύ μικρό ρίσκο των εμβολιασμών να μοιάζει ως το μεγάλο πρόβλημα» αναφέρει ο ίδιος. Εάν πηγαίνατε να μιλήσετε με ανθρώπους στα μέρη που αυτές οι ασθένειες είναι ενδημικές εκείνοι θα σας ρωτούσαν «μα τι σκέφτεστε;»