Από τις εκδόσεις “Άγρα” κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα του Caryl Ferey “Ποτέ πια μόνος του”, σε μετάφραση Αργυρούς Μακάρωφ.
Λίγα λόγια για το βιβλίο:
ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΚΑΡΥΛ ΦΕΡΕ ΔΙΑΔΡΑΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΑΓΧΗ, ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ
EIΝΑΙ ΟI ΠΡΩΤΕΣ ΔΙΑΚΟΠEΣ του Μακ Κας με τη δεκατριάχρονη κόρη του Αλίς, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε μόλις πρόσφατα και αναπάντεχα. Ο πρώην αστυνομικός, μονόφθαλμος και στριφνός, χωρίς ψευδαισθήσεις, απροσποίητος και συνειδητά αυτοκαταστροφικός, εκμεταλλεύεται την περίσταση για να μάθει έστω και αργά τί σημαίνει να είναι πατέρας. Και, παρά την καλή του θέληση, είναι σαφές ότι έχει μια πολύ προσωπική προσέγγιση στην ευθύνη αυτή.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα όταν το παλιό λαγωνικό μαθαίνει για το θάνατο του καλού του φίλου Μάρκο, δικηγόρου και έμπειρου ιστιοπλόου, που χτυπήθηκε από φορτηγό πλοίο ενώ έπλεε στη Μάγχη. Για τον Μακ Κας, είναι αδιανόητο ο φίλος του να έκανε κάποιο λάθος πλοήγησης. Πώς όμως να συνδυάσει τις οικογενειακές διακοπές με την Αλίς και την εξιχνίαση του φριχτού θανάτου του φίλου του;
Αγανακτισμένος από τη συλλογική αδράνεια στο δράμα των προσφύγων και των μεταναστών, ο Μάρκο προσπάθησε να ταράξει τα νερά με τα μέσα που διέθετε, γεγονός που θα μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνισή του στη θάλασσα. Και ενώ ο Μακ Κας αδιαφορεί παντελώς για τους ανθρωπιστικούς σκοπούς του φίλου του, αποκαλύπτεται ότι και η πρώην σύζυγός του έχει εξαφανιστεί, και εκείνος θα ορμήσει ενάντια σε όλους και σε όλα, έχοντας μοναδικό κανόνα το «ρίχνω τη βολή για το ‘σπάσιμο’ και κάποια άκρη θα βγει». Όλα είναι ιδωμένα μέσα από το πρίσμα του μηδενισμού του Μακ Κας. Κι όμως: Θα βρει ένα νόημα στη ζωή του, και μάλιστα ένα είδος ευτυχίας, με τον δικό του τρόπο. Η έρευνά του θα τον οδηγήσει στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Αστυπάλαια, όπου και θα δοθεί η λύση.
Ο Καρύλ Φερέ επιχειρεί να περιγράψει την πραγματικότητα μιας βαλτωμένης από την κρίση Ελλάδας.
Ήταν άραγε η αγάπη που ένιωθε για το φάντασμα της Ανζελίκ, η πιθανότητα ότι μπορεί να είναι ακόμη ζωντανή που τον ξύπνησε μέσα απ’ τους νεκρούς, αυτή η νοσταλγία του πιθανού που τον ωθούσε να διακινδυνεύσει τα πάντα για να τη βρει η μια αυτοκαταστροφική παρώθηση, ένας τρόπος για να απαλλαγεί απ’ το πρόβλημα – απ’ τον εαυτό του ;
Μπορούσε να καταλάβει την Ανζελίκ, όχι όμως τη μετέπειτα επιχείρηση των μαφιόζων, ούτε την ιδιαίτερη αξία αυτών των προσφύγων. Κατά τα λεγόμενα της Φατού, υπήρχε η Ζεϊναμπού, μια εικοσάχρονη Σομαλή που την είχαν απαγάγει και πουλήσει σε διακινητές στην Υεμένη και την είχαν βασανίσει ζητώντας λύτρα απ’ τους γονείς της, που ήταν πάρα πολύ φτωχοί για να την πάρουν πίσω, και η οποία είχε καταφέρει να το σκάσει για να μην τη σκοτώσουν. Η Λάμυα και η Σαάντια, Σύριες απ’ τό Χαλέπι, που τραυματίστηκαν από τα αεροπορικά πυρά των ελικοπτέρων του Μπασάρ αλ-Άσαντ, και μιλούσαν μόνο αραβικά. Η Λεϊλά ήταν απ’ το Βόρειο Ιράκ, σιίτισσα διωγμένη απ’ το Ισλαμικό Κράτος. Τον φίλο της τον είχαν ανεβάσει σ’ ένα απ’ τ’ άλλα ημιφορτηγά και δεν μπόρεσε τίποτα να κάνει όταν τους χώρισαν. Υπήρχαν δύο ανήλικες, η μία απ’ την Ερυθραία, η άλλη Αφγανή, και τέλος η Σάμια, η μεγαλύτερη της ομάδας, μια Γεζίντι αρχιτεκτόνισσα τριαντατριών χρονών, η οποία έχασε τα πάντα όταν το Ισλαμικό Κράτος κατέλαβε τη Μοσούλη. Τον άντρα της τον εκτέλεσαν αμέσως, και τα παιδιά της πέθαναν απ’ τη δίψα και την εξάντληση προχωρώντας αναγκαστικά προς την Τελλ Αφάρ, όπου οι γυναίκες πωλούνταν στις αγορές του τρόμου, όμως η Σάμια κατάφερε να ξεφύγει.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ EΞΩΦΥΛΛOY © Thierry Dosogne / Getty Images