Σουλτάνος των εξοπλισμών επιχειρεί να γίνει ο Ερντογάν

Με τις ατμομηχανές της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στο φουλ θα “γιορτάσει” η Τουρκία τα 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Σύμφωνα με το Έθνος και τον Νίκο Μελέτη, ο Ερντογάν προχωρεί στην υλοποίηση ενός ιδιαίτερα φιλόδοξου προγράμματος ανάπτυξης εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, που θα καταστήσει τη χώρα αυτάρκη σε εξοπλισμούς μέχρι το 2023, όταν θα συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους.

Η Άγκυρα επιδιώκει με αυτό τον τρόπο να βάλει τις βάσεις για τη μετατροπή της σε περιφερειακή δύναμη, ανατρέποντας πλήρως τις ισορροπίες στην περιοχή, σημειώνεται στο δημοσίευμα. Οι απειλές ασφαλείας που αντιμετωπίζει η χώρα δεν είναι φυσικά διόλου ευκαταφρόνητες: το κουρδικό μέτωπο, η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν είναι αρκετοί λόγοι για να ανησυχεί η γείτονα χώρα. Ωστόσο, ο ανακλυτής σημειώνει ότι οίσω από αυτούς τους σχεδιαμσού,  κρύβεται “και η φιλοδοξία της για ανάληψη ευρύτερου περιφερειακού ρόλου με λόγο στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Κεντρική Ασία και στην Αφρική, καθιστούν πρώτη προτεραιότητα το μεγαλεπήβολο εξοπλιστικό πρόγραμμα.

«Η αποσταθεροποίηση στην περιοχή μας καταδεικνύει την ανάγκη να αναπτύξει η Τουρκία τη δική της πυραυλική και διαστημική τεχνολογία και να επεκτείνει την εθνική δυνατότητά της πέραν της ιδιότητας του απλού μέλους του ΝΑΤΟ», δήλωσε πριν από λίγες ήμερες ο Α. Νταβούτογλου στα εγκαίνια ενός νέου κέντρου δορυφορικής τεχνολογίας. Μάλιστα, ο Τούρκος πρωθυπουργός ήταν ακόμη πιο αποκαλυπτικός: «Η οικονομική και στρατιωτική δύναμη μιας χώρας πηγαίνουν παράλληλα. Η μοίρα μιας χώρας που δεν μπορεί να παράγει τα δικά της τανκς, τα μαχητικά και τα πλοία, παραδίδει την τύχη της στα χέρια εκείνων που έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν…».

Ελλάδα και Κύπρος

Όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, οι εξελίξεις αυτές βεβαίως αφορούν άμεσα την Ελλάδα και την Κύπρο, “καθώς για πρώτη φορά μετά το 1974 θα επιβεβαιωθεί με δραματικό τρόπο η απόλυτη ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων εις βάρος της χώρας μας, ενώ η ανάπτυξη και εγχώριας πλέον τεχνολογίας στη ναυπήγηση σεισμογραφικών σκαφών προσδίδει ένα ακόμη στρατηγικό πλεονέκτημα στην Άγκυρα. Επενδύοντας σχεδόν 11% του προϋπολογισμού της στο υπουργείο Άμυνας και στην αμυντική βιομηχανία, με αύξηση κατά 1 δισ. δολάρια μόνο το 2014 στην ανάπτυξη νέων προγραμμάτων, η Τουρκία ελπίζει ότι το 2023 θα έχει καταστεί μια σημαντική εξαγωγέας οπλικών συστημάτων κάθε είδους που θα της αποφέρουν 25 δισ. δολάρια τον χρόνο”.

Κομβικής σημασίας θεωρείται επίσης, η καθέλκυση την περασμένη εβδομάδα του υπερσύγχρονου σεισμογραφικού σκάφους Turkuaz από τα ναυπηγεία της Τούζλα, η οποία σηματοδότησε την πλήρη αναβάθμιση των δυνατοτήτων της Τουρκίας σε έναν σημαντικό τομέα, αυτόν της έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων σε θαλάσσιες περιοχές ακόμη και σε μεγάλα βάθη.

Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μ. Αρίντς αλλά και ο υπουργός Ενέργειας Τ. Γιλντίζ που παραβρέθηκαν στην τελετή προανήγγειλαν την κατασκευή, από τα ίδια ναυπηγεία, πλωτής εξέδρας γεωτρήσεων την οποία θα χρησιμοποιήσει η Τουρκία εφόσον τα δύο πλοία Turkuaz και Barbaros συλλέξουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη αξιοποιήσιμων κοιτασμάτων.

“Αυτή η εξέλιξη δεν αφορά μόνο την Κύπρο, αλλά και την Ελλάδα, καθώς παραμένουν εν ισχύ έστω και αδρανοποιημένες οι δύο άδειες που είχε παραχωρήσει η Τουρκία στην κρατική εταιρεία ΤΡΑΟ για διεξαγωγή ερευνών σε περιοχές που επικαλύπτουν την ελληνική υφαλοκρηπίδα μεταξύ της Ρόδου και του Καστελόριζου”, σημειώνει ο συντάκτης.

Και εξηγεί: “Η απόκτηση και δεύτερου ερευνητικού σεισμογραφικού σκάφους από την Τουρκία και κυρίως η δυνατότητα ναυπήγησης σε σύντομο χρόνο και πλωτού γεωτρύπανου θέτει μια σημαντική πρόκληση για την Κύπρο, η οποία είναι έτοιμη να εμπλακεί σε νέο κύκλο διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, στη βάση της «αμοιβαίας» -όπως την ερμηνεύει η Αγκυρα- αποφυγής ερευνών στην Κυπριακή ΑΟΖ.

Εάν οι συνομιλίες δεν προχωρήσουν και το πρόγραμμα εκμετάλλευσης των εντοπισμένων κοιτασμάτων στο Οικόπεδο 12 συνεχισθεί κανονικά, η Τουρκία θα έχει πλέον τη δυνατότητα να προκαλέσει τετελεσμένα κατ’ αρχάς με την αποστολή των ερευνητικών σεισμογραφικών σκαφών και αμέσως μετά με την αποστολή και εγκατάσταση στην κυπριακή ΑΟΖ της πλατφόρμας γεωτρήσεων”, καταλήγει.