Η Σακελλαροπούλου, μια κούπα και η δικαστής- ίνδαλμα των ΗΠΑ

Στο «μικροσκόπιο» της δημοσιότητας έχει μπει κι επίσημα πλέον η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, μετά την εκλογή της ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Οι …ανοιχτομάτηδες δεν άργησαν να εντοπίσουν μια κούπα,σε περίοπτη θέση στο γραφείο της νέας Προέδρου η οποία απεικονίζει μια γυναίκα.

Πρόκειται για την αμερικανίδα δικαστικό Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ ύψους 1.55 με τα μαύρα χοντρά γυαλιά που έχει μετατραπεί σε σύμβολο της μάχης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και σήμερα αποτελεί το γηραιότερο φιλελεύθερο μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου, στο οποίο τη διόρισε ο Μπιλ Κλίντον στις 25 Δεκεμβρίου 1993.

Φυσικά και αυτή έχει στοχοποιηθεί από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.

Η Γκίνσμπεργκ,έθεσε τη ζωή της στην υπηρεσία των ίσων δικαιωμάτων στην Αμερική, ενώ εσχάτως έχει «εισβάλλει» και στη μεγάλη οθόνη.

Όχι μία αλλά δύο ταινίες μεγάλου μήκους έχουν κυκλοφορήσει, αφιερωμένες σε αυτήν την εκπληκτική γυναίκα, η οποία στα 86 της χρόνια εξακολουθεί να μάχεται ως μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, παρά τα σοβαρά προβλήματα στην υγεία της και τις ισχυρές πιέσεις από την πολιτική ηγεσία να παραιτηθεί.

Πρόσφατα, η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, που ανήμερα τα περασμένα Χριστούγεννα γιόρτασε τα 25 χρόνια της στο Ανώτατο Δικαστήριο, υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση δύο καρκινικών οζιδίων από τον αριστερό πνεύμονά της. Το 2018 η Γκίνσμπεργκ έπεσε και έσπασε τρία πλευρά. Στις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε τότε, οι γιατροί εντόπισαν τα κακοήθη ογκίδια στον πνεύμονά της.

Στο παρελθόν αντιμετώπισε πολλά προβλήματα υγείας, βγαίνοντας πάντα νικήτρια: το 1999 έκανε θεραπεία για καρκίνο του παχέος εντέρου και δέκα χρόνια αργότερα διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας.

Ίνδαλμα

Παρ’ όλα τα προβλήματά της, η Γκίνσμπεργκ δεν έχει απουσιάσει από καμία συνεδρίαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέχρι σήμερα. Το τελευταίο διάστημα έχει αναδειχθεί σε ίνδαλμα των προοδευτικών Αμερικανών.

Η Ρουθ Μπάιντερ γεννήθηκε το 1933 από Εβραίους γονείς σε μια εργατική συνοικία του Μπρούκλιν. Ο πατέρας της ήταν από την Οδησσό. Οι γονείς της μητέρας της ήταν μετανάστες από την Αυστρία. Στο 13 της η Ρουθ έγραψε μια έκθεση για το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που έκανε τεράστια εντύπωση. Αργότερα σπούδασε στο περίφημο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου συναντήθηκε και με το μεγαλύτερο θαυμαστή της, το μετέπειτα σύζυγό της, Μάρτιν Γκίνσμπεργκ. Το 1957 άρχισε τις σπουδές της στη Νομική Σχολή του Χάρβαρντ ως μία από τις εννέα γυναίκες μεταξύ των 500 ανδρών.

Η μάχη με τον Τραμπ

Η Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ ήταν μόλις η δεύτερη γυναίκα στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών –η πρώτη ήταν η Ρεπουμπλικανή Σάντρα Ντέπι Ο Κόνορ– που ενέπνευσε όσο κανένας άλλος δικαστής τον αμερικανικό λαό με τους αγώνες της για τα πολιτικά δικαιώματα. Αυτήν τη μικροσκοπική γυναίκα με τα μεγάλα γυαλιά είχε καλέσει να παραιτηθεί το 2016 ο τότε υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών για το Λευκό Οίκο, Ντόναλντ Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς την ακατάλληλη για το θώκο λόγω ψυχολογικών προβλημάτων, μετά τις έντονες επικρίσεις της σε σειρά συνεντεύξεών της εναντίον του Τραμπ.

«Η δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ Γκίνσμπεργκ έφερε τους πάντες σε αμηχανία προβαίνοντας σε ανόητες πολιτικές δηλώσεις για μένα» ανέφερε σε τότε ανάρτησή του στο Twitter ο Τραμπ. Η αιτία; Η Γκίνσμπεργκ είχε εκφράσει την ανησυχία της για το μέλλον της χώρας αν ο Τραμπ εκλεγεί πρόεδρος. Σε συνέντευξή της που είχε παραχωρήσει στο CNN, η δικαστής είχε χαρακτηρίσει τον Τραμπ «απατεώνα».

«Δεν υπάρχει συνοχή σε αυτόν» έλεγε η Γκίνσμπεργκ. «Λέει ό,τι του έρθει στο μυαλό. Είναι πραγματικά εγωκεντρικός», ενώ αστειεύτηκε λέγοντας ότι θα μεταναστεύσει στη Νέα Ζηλανδία αν ο Τραμπ κερδίσει την προεδρία. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι θα απογίνει αυτός ο τόπος, αυτή η χώρα, με τον Ντόναλντ Τραμπ πρόεδρο» είχε δηλώσει σε άλλη συνέντευξή της στους New York Times. Ο Τραμπ αντέτεινε πως είναι ανάρμοστο για δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου να τοποθετούνται σε προεκλογικές περιόδους.

Οι ταινίες της ζωής της

Η ζωή της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ εκτυλίσσεται σε δύο ταινίες. Η πρώτη είναι το «RBG – Μια ζωή για τη δικαιοσύνη».

Η δεύτερη ταινία με τίτλο «On the Basis of Sex», με πρωταγωνίστρια τη Φελίσιτι Τζόουνς και τον Άρμι Χάμερ ως το σύζυγό της, βγήκε ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2018 στις αμερικανικές αίθουσες και προβλήθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 2019.

Παρά το γεγονός ότι και οι δύο ταινίες δείχνουν τη Ρουθ πολύ λιγότερο επαναστατική απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, προβάλλουν τους αγώνες της στο δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ για την ισότητα ανδρών και γυναικών.

«Να είσαι ανεξάρτητη!»

Η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των γυναικών Γκλόρια Στέινεμ χαρακτηρίζει τη Ρουθ ως «υπερ-ηρωίδα» για τους αγώνες της. Η ίδια η δικαστής όμως λέει ότι απλώς μεγάλωσε εφαρμόζοντας δύο συμβουλές της μητέρας της: «Να είσαι κυρία!» και «Να είσαι ανεξάρτητη!»

Έτσι, η νεαρή Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ, ως δικηγόρος της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτών, προσπάθησε να συμβάλει στη διαμόρφωση ενός νομικού πλαισίου για την ισότητα των φύλων.

Στα δικαστήρια η Ρουθ κέρδισε πολλές δίκες, οι αποφάσεις των οποίων οικοδόμησαν σταδιακά την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών. Όπως λέει η ίδια στο ντοκιμαντέρ «RBG – Μια ζωή για τη δικαιοσύνη», η νομική στάση της ήταν πάντα ρεαλιστική και επεδίωκε το συμβιβασμό. Συχνά συνεργάστηκε με συντηρητικούς σε θέματα μεταρρύθμισης της ποινικής δικαιοσύνης. Και με τον ακροδεξιό δικαστή Άντονιν Σκάλια είχε μια στενή φιλία, για την οποία συχνά επικρίθηκε από την Αριστερά.

Ίσως η σταθερή μετατόπιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ προς τα δεξιά κάνει την Γκίνσμπεργκ να εμφανίζεται στα μάτια του κοινού ως πολύ ριζοσπαστική. Άλλωστε, αποτελεί συνήθως μειοψηφία στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Υπό την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα, η Ρουθ αποφάσισε να μην αποσυρθεί. Ο Ομπάμα θα μπορούσε να την αντικαταστήσει με έναν ομοϊδεάτη διάδοχό της. Τώρα η 85χρονη δικαστής θέλει να παραμείνει στη ζωή μέχρι να εκλεγεί ένας Δημοκρατικός πρόεδρος.

Σε αντίθετη περίπτωση, ο Ντόναλντ Τραμπ θα έχει την ευκαιρία να επιβάλει έναν τρίτο συντηρητικό δικαστή μετά τον Νιλ Γκόρσουχ και τον Μπρετ Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο, οδηγώντας το, επί δεκαετίες, ακόμη περισσότερο προς τα δεξιά.