Η κότα με το χρυσό αυγό

Κρυφάκουσα -τυχαία αυτή τη φορά- δύο κύριες που περίμεναν μπροστά στην ουρά να μας ενημερώσει ο μαθηματικός για τα παιδιά μας στο σχολείο. Μεγάλη ταλαιπωρία. Οσοι το έχουν ζήσει το ξέρουν. «Μένουμε στο κέντρο 7 χρόνια τώρα. Ηταν επιλογή μας, βρήκαμε και φθηνό σπίτι μέσα στην κρίση και μετακομίσαμε εκεί», είπε η πρώτη κυρία.

«Α, σας ζηλεύω. Εμείς, για να φτάσουμε στον Διόνυσο που ζούμε, κάθε μέρα είναι σαν να κάνουμε ταξίδι στην Πάτρα. Αν μπορούσα, θα έφευγα», απάντησε η δεύτερη, για να ακούσει την απάντηση της πρώτης.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να μας ζηλεύεις. Τόσα χρόνια ζούμε μέσα στη βρομιά, τη μουντζούρα και τη φασαρία. Δεν λέω, ο δήμος άρχισε να καθαρίζει την πόλη. Η Πλάκα έχει διαφορά από πριν και φαίνεται. Αν πας βόλτα, θα το δεις. Αλλά τι να το κάνεις. Είμαστε αποκλεισμένοι μέρα παρά μέρα. Δεν μπορείς να φύγεις από το κέντρο. Αν σου τύχει κάτι, ούτε σε νοσοκομείο, που λέει ο λόγος, δεν μπορείς να φτάσεις».

Έχω μάθει από χρόνια με τη δουλειά ότι οι αυθόρμητες συζητήσεις σε ώρες βαρεμάρας είναι οι πιο ειλικρινείς, γιατί είναι χωρίς στόχευση, άρα δεν έχουν φτιασιδώματα. Ταυτίστηκα με την κυρία που μένει στο κέντρο γιατί εκεί που εκείνη ζει εγώ δουλεύω. Έχω περισσότερο άγχος για το πώς θα φτάσω και πώς θα φύγω, παρά με την ίδια τη δουλειά.

Το κέντρο της Αθήνας είναι αβίωτο και κάποιος στην κυβέρνηση πρέπει να ασχοληθεί σοβαρά με αυτό. Μόνο τα πρώτα σκληρά χρόνια των μνημονίων ανάσανε λίγο το κυκλοφοριακό. Μειώθηκαν τα αυτοκίνητα και λιγόστεψαν οι μετακινήσεις. Τώρα, επανήλθαμε σε εποχές 2007 με περισσότερα αυτοκίνητα και από τότε. Αν δει κανείς τις αυξήσεις στις πωλήσεις των αυτοκινήτων, καταλαβαίνει το πρόβλημα. Αυτοκίνητο στον γιο που πέρασε στο πανεπιστήμιο, αυτοκίνητο στην κόρη για να μην πηγαίνει με λεωφορείο στη δουλειά και πάει λέγοντας. Φρακάρουν οι δρόμοι, ξεχειλίζουν τα πάρκινγκ και η καθημερινότητα όλων γίνεται όλο και πιο επώδυνη.

Επί ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να συνέβησαν πολλά δυσάρεστα, όμως συνέβη και κάτι καλό. Μειώθηκαν οι κινητοποιήσεις στο Σύνταγμα κάθε τρεις και λίγο. Έχω ακούσει πολλές αναλύσεις γι’ αυτό, ωστόσο, όποιος και αν ήταν ο λόγος, είχαν περιοριστεί τα φαινόμενα τύπου μια ομάδα 100 ανθρώπων να κλείνει τη Βασιλίσσης Σοφίας απροειδοποίητα όποια μέρα και ώρα αποφασίσει. Τώρα η παλιά κατάσταση επανέρχεται με τη συχνότητα του παρελθόντος.

Σέβομαι τους εργαζομένους και τα αιτήματά τους. Μικρά ή μεγάλα, δίκαια ή λιγότερο δίκαια. Ομως, πρέπει να σεβαστούν επιτέλους και αυτοί τους άλλους εργαζομένους. Όχι του Δημοσίου, που τηλεφωνούν στον προϊστάμενο και λένε «έχει πορεία, δεν μπορώ να φτάσω», αλλά τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Εκείνους που τα βγάζουν πέρα με 600 ευρώ, εκείνους που τσακίστηκαν στην κρίση, που συνεχίζουν να φυτοζωούν και ο εργοδότης δεν είναι έτοιμος να ακούσει καμία δικαιολογία. Είναι εκείνοι που βλέπεις διαλυμένους από την κούραση και την κακουχία να περιμένουν με τις ώρες στις στάσεις των λεωφορείων, μέχρι να ανοίξουν οι δρόμοι. Αυτοί ακριβώς τιμωρούνται, γιατί οι πλούσιοι και γενικώς οι ευκατάστατοι δεν παθαίνουν τίποτα. Όταν έχει πορεία, δεν κατεβαίνουν στο κέντρο. Έτσι απλά. Κλείνουν τα ραντεβού τους στο Ψυχικό και στην Κηφισιά.

Οι δεύτεροι που βασανίζονται με το μπάχαλο στο κέντρο είναι οι τουρίστες. Για όσους δεν το έχουν καταλάβει, η Αθήνα πλέον είναι τουριστικός προορισμός με χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά. Η πρωτεύουσα έχει γεμίσει καταλύματα, μικρά και μεγάλα εστιατόρια και καφέ που υποδέχονται αυτόν τον κόσμο. Και μην πει κάποιος «και εμένα τι με νοιάζει». Κυρίως από τον τουρισμό ζούμε όλοι, άμεσα και έμμεσα. Προς το παρόν, δεν έχω δει άλλη επένδυση. Μακάρι να γίνουν στο μέλλον, αλλά τώρα όλοι τρώμε μικρά ή μεγάλα κομμάτια από την ίδια πίτα.

Δεν φτάνει που έρχονται οι άνθρωποι στην κακοποιημένη επί μια δεκαετία πόλη, τους αποκλείουμε και τις μετακινήσεις, να έχουν να μας θυμούνται.

Δεν έχω αμφιβολία ότι η Αθήνα θα αλλάξει όψη. Ηδη μέχρι την Πρωτοχρονιά, σε χρόνο ρεκόρ, θα είναι έτοιμη -επιτέλους- η πλατεία Ομονοίας που συμβόλιζε για χρόνια την παρακμή και την κακομοιριά μας. Αμέσως μετά θα γίνουν τα πεζοδρόμια στο εμπορικό τρίγωνο με μοντέρνα υλικά και έπεται συνέχεια. Ζωντανεύει η στοά του Αρσακείου με πάνω από 70 λαμπερά καταστήματα μεσογειακής διατροφής. Σπουδαία υπόθεση. Αν, όμως, δεν προστατεύσουμε εμείς όλα αυτά που έρχονται, η Αθήνα θα είναι πάντα ράβε-ξήλωνε. Μόνο αν πειστούμε όλοι, δεξιοί, αριστεροί και αντιεξουσιαστές ότι η αυτή η πόλη μπορεί να γίνει η κότα με το χρυσό αβγό, θα σταματήσουμε την κακοποίησή της.

Οσο για εργαζομένους που διεκδικούν, κάθε σύγχρονος άνθρωπος θα είναι αλληλέγγυος μαζί τους όποτε αφήνουν ελεύθερη τη μια λωρίδα του δρόμου.