Ούτε ένα συγγνώμη! Η αλαζονεία Τσίπρα στην «Ώρα του Πρωθυπουργού»

Την ασέβειά του απέναντι στο Κοινοβούλιο, αλλά και στην αξιωματική αντιπολίτευση έδειξε ο   Αλέξης Τσίπρας, προχθές κατά την λεγόμενη «Ώρα του Πρωθυπουργού». Οι εντυπώσεις, ήταν ιδιαίτερα αρνητικές ,ακόμα και σε εκείνους οι οποίοι έχουν σχεδόν συνηθίσει στην (αντι)κοινοβουλευτική τακτική της συγκυβερνώσας πλειοψηφίας.

Αρχικά για την επιλογή του Πρωθυπουργούνα καθυστερήσει να προσέλθει, δίχως σχετική αιτιολογημένη ενημέρωση, στην αίθουσα της Ολομέλειας προκειμένου. Αλλά και στη συνέχεια, για το γεγονός ότι ουσιαστικά άφησε αναπάντητες τρεις κρίσιμες επισημάνσεις του  Κυριάκου Μητσοτάκη

Το παρασκήνιο της αργοπορίας.

Ως γνωστόν, η «Ωρα του πρωθυπουργού», δηλαδή η διαδικασία απάντησης σε ερωτήσεις αρχηγών ή και βουλευτών, είναι καθιερωμένο να γίνεται Παρασκευή, και να πραγματοποιείται στην έναρξη της συνεδρίασης, δηλαδή στις 10 πμ. Σήμερα, για άγνωστο λόγο, «μετατέθηκε» κατόπιν σχετικής συνεννόησης για τις 10.30 πμ. Εκείνη την ώρα, πολλοί βουλευτές και φυσικά ο πρόεδρος της ΝΔ ήταν στην αίθουσα της Ολομέλειας. Ωστόσο, η συνεδρίαση διεκόπη, καθώς ο πρωθυπουργός δεν βρισκόταν ακόμα ούτε καν στο χώρο του Κοινοβουλίου.

Τελικώς, ο κ. Τσίπρας προσήλθε λίγο μετά τις 11.15, χωρίς εν τω μεταξύ να έχει ενημερώσει άμεσα ή διά του Προέδρου της Βουλής τον κ. Μητσοτάκη για τους λόγους της καθυστέρησης. Οπως ήταν φυσικό, όταν η διαδικασία άρχισε, ο πρόεδρος της ΝΔ επέκρινε τον πρωθυπουργό: «Η συνέπεια δεν είναι το δυνατό σας χαρακτηριστικό, κ. Τσίπρα Θα μάθετε να σέβεστε το Κοινοβούλιο και τους πολιτικούς σας αντιπάλους», του είπε.

Ο κ. Τσίπρας αντί μιας κάποιας συγνώμης, έστω απέναντι στην εθνική αντιπροσωπεία, επέλεξε να επιτεθεί στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να επικρίνει εκείνον επειδή την προηγούμενη μέρα ήταν απών από συνεδρίαση νομοθετικής εργασίας, και να σημειώσει πως έχει κι άλλες δουλειές να κάνει: «Καθυστέρησα μισή ώρα, πράγμα το οποίο δεν είναι ασύνηθες για έναν πρωθυπουργό, ο οποίος δεν έχει να ασχοληθεί μόνο με ένα ζήτημα στην καθημερινότητα του», σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας.

Τα τρία -αναπάντητα-κρίσιμα ερωτήματα

Περίπτωση πρώτη: Οταν η συζήτηση μεταξύ των δύο ανδρών, με αφορμή ερώτηση του κ. Μητσοτάκη για την ανομία και την παραβατικότητα στους πανεπιστημιακούς χώρους, είχε «ανάψει» ο πρόεδρος της ΝΔ έθεσε με τη μορφή σοβαρού υπαινιγμού ένα σενάριο:

«Μήπως κάπου βολεύεστε με αυτή την κατάσταση; Μήπως όλη αυτή η προκλητική ανοχή, την οποία δείχνετε σε διάφορα γκρουπούσκουλα, τα οποία βρίσκουν φυσικό καταφύγιο προστασίας μέσα στα πανεπιστήμια, είναι μια προετοιμασία για το τι μπορεί να γίνει την επόμενη μέρα; Μήπως επιτρέπετε σε αυτές τις ομάδες τώρα να κάνουν μια ανώδυνη εκπαίδευση, ώστε την επόμενη μέρα, αν υπάρχει μια αλλαγή -η οποία καθώς φαίνεται θα έρθει και θα έρθει και σύντομα- αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους και να κάψουν την Αθήνα, όπως την έκαψαν το 2008, όταν δεν είπατε κουβέντα, κύριε Τσίπρα; Γιατί θυμόμαστε τον ΣΥΡΙΖΑ του 3%, ο οποίος τότε, όχι απλά σφύριζε αδιάφορα, αλλά περίπου το μάτι σε αυτούς που έκαιγαν την Αθήνα» είπε με έμφαση ο κ. Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός στην απάντησή του δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά.

Περίπτωση δεύτερη: Σε άλλο σημείο της τοποθέτησής του ο πρόεδρος της ΝΔ μίλησε για την οργάνωση του «Ρουβίκωνα» που εκτός των άλλων έχει κάνει κατάληψη χώρου στο κτίριο της Φιλοσοφικής Σχολής: «Θεωρείτε λογικό σήμερα εντός ενός πανεπιστημίου να υπάρχει μία συλλογικότητα, η οποία έχει στο παρελθόν ταχθεί ανοιχτά υπέρ της ένοπλης βίας, η οποία καταλαμβάνει δημόσιο χώρο; Απειλεί και τραμπουκίζει φοιτητές και καθηγητές και εσείς σφυρίζετε σαν να μη συμβαίνει απολύτως τίποτα. Ποια είναι η απάντησή σας, κύριε Τσίπρα, σε αυτό; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε; Πρέπει ή δεν πρέπει το κράτος να παρεμβαίνει σε περιπτώσεις όπου δημόσιοι χώροι τελούν υπό κατάληψη;»

Έναντι αυτού, ο πρωθυπουργός επέλεξε να καταγγείλει μόνον εκείνους οι οποίοι ανήμερα της επετείου του Πολυτεχνείου παρεμπόδισαν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσουν στεφάνι, αποφεύγοντας οποιανδήποτε αναφορά στο «Ρουβίκωνα»: «Ερχομαι να καταγγείλω τους αυτόκλητους υπερασπιστές του φοιτητικού κινήματος ή του λαϊκού κινήματος που αυτοπροβάλλονται ως ιδιοκτήτες της κληρονομιάς των αγώνων αυτού του τόπου και ιδιαίτερα της νεολαίας, που φτάνουν στο επαίσχυντο σημείο να στέκονται μπροστά από τις πύλες του Πολυτεχνείου την ημέρα του εορτασμού και να εμποδίζουν ανθρώπους, οι οποίοι συμμετείχαν στα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973 και ήταν στην πρώτη γραμμή, συνελήφθησαν, ξυλοκοπήθηκαν, εξορίστηκαν, να μπουν μέσα να καταθέσουν στεφάνι» είπε ο πρωθυπουργός.

Το ίδρυμα Νιάρχος και το Γέιλ.

Περίπτωση τρίτη: Αναφορικά με το ζήτημα της μη δυνατότητας ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων, ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε πως ακόμα και ένας ελληνικός φορέας αν επιθυμεί να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια-επένδυση, δεν μπορεί εξαιτίας διάταξης του Συντάγματος (Αρθρο 16) που το απαγορεύει και την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιθυμεί να αλλάξει. Ο κ. Τσίπρας απάντησε ότι ακόμα και να αλλάξει το συγκεκριμένο άρθρο, κανένα … αμερικανικό Πανεπιστήμιο δεν θα κάνει τέτοια επένδυση στη χώρα μας. Ο διάλογος είναι αποκαλυπτικός:

Κυρ. Μητσοτάκης: «Κύριε Τσίπρα, απαντήστε μου σε αυτό: Αν αύριο έρθει ένα μεγάλο ίδρυμα, το Ίδρυμα Νιάρχος, το Ίδρυμα Ωνάση, όπως έχει γίνει σε πολλές άλλες περιπτώσεις στη γειτονική μας Τουρκία, που μεγάλα ιδρύματα υποστηριζόμενα από σημαντικές επιχειρηματικές οικογένειες έφτιαξαν πανεπιστήμια, και πει σήμερα:

«Εγώ θέλω να βάλω 500 εκατομμύρια, θέλω να βάλω 1 δισεκατομμύριο και να κάνω ένα μη κερδοσκοπικό, ιδιωτικό όμως πανεπιστήμιο, όχι δημόσιο», μπορεί να το κάνει, κύριε Τσίπρα ή δεν μπορεί να το κάνει; Δεν μπορεί να το κάνει! Κι εσείς για να ικανοποιήσετε κάποιες δικές σας αριστερές μειοψηφίες στερείτε αυτή τη δυνατότητα από τη χώρα. Γι’ αυτό να απαντήσετε, εάν θέλετε πραγματικά να διευρύνετε τη συζήτηση στα ζητήματα παιδείας».

Αλ. Τσίπρας: «Έχετε την παραμικρή αμφιβολία ότι, αν, όπως λέτε εσείς, αλλάξουμε το άρθρο 16, θα έρθουν το Πρίνστον, το Γέιλ, η Οξφόρδη ή άλλα πανεπιστήμια εδώ να στήσουν παραρτήματα; Θα χτιστούν στην Ελλάδα, δηλαδή, ιδιωτικά πανεπιστήμια του επιπέδου, της παρεχόμενης μόρφωσης και της ποιότητας αυτών των πανεπιστημίων στα οποία αναφερθήκατε, τα οποία έχουν φτιαχτεί από το 1700 και το 1800; Αυτό πιστεύετε; Και γιατί δεν έχει γίνει πουθενά αλλού στην Ευρώπη;»