Ξεκάθαρα λόγια χρειάζεται το ΚΙΝΑΛ για να πετύχει διψήφιο ποσοστό

Του Παντελή Καψή

«Οι δημοσκοπήσεις και τα μονοψήφια ποσοστά μας προβληματίζουν» είναι το μήνυμα που εκπέμπει τον τελευταίο καιρό η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Η δυναμική που είχε αναπτυχθεί μοιάζει να έχει εξαερωθεί και η τρίτη θέση που φαινόταν σίγουρη δεν είναι καθόλου βέβαιη. Δεν στηρίζουν όλα τα στελέχη τις θέσεις του κόμματος και πάντως όχι με τον ίδιο ζήλο, δημιουργώντας σκιές στο κεντρικό αφήγημα είναι, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ, η διάγνωση της κ. Γεννηματά. Έχει δίκιο. Μόνο που αυτό είναι το σύμπτωμα όχι η αιτία της κακοδαιμονίας του ΚΙΝΑΛ.

Δύο παραδείγματα.

Το πρώτο αφορά τις συνεργασίας. Σε πρόσφατο άρθρο του ο Γιώργος Καμίνης υποστήριξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να περάσει «ένα ικανό διάστημα» στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Οι λόγοι που επικαλείται είναι λίγο πολύ γνωστοί. Η εμμονή του σε κινηματικές λογικές που εκδηλώνεται με την ανοχή του στη βία. Η διαχειριστική του ανεπάρκεια και βέβαια ο τυχοδιωκτικός καιροσκοπισμός του. Φαινομενικά η θέση δεν απέχει πολύ από της κ. Γεννηματά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να υποστεί στρατηγική ήττα.

Ο κ. Καμίνης ωστόσο πηγαίνει ένα βήμα μπροστά. Γιατί βέβαια στις εκλογές δεν βγαίνει τόσο η αντιπολίτευση όσο η κυβέρνηση. Κι αν πιστεύεις ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μείνει στην αντιπολίτευση, τότε δια της λογικής επαγωγής υποστηρίζεις ότι η Νέα Δημοκρατία, είτε αυτοδύναμη είτε σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, πρέπει να είναι στην κυβέρνηση. Δεν λες δηλαδή αυτό που εμφανίζεται ως επίσημη θέση του ΚΙΝΑΛ, ότι αν πάρει την τρίτη εντολή θα καλέσει σε συνεργασία όσους, δηλαδή και τον ΣΥΡΙΖΑ, θα αποδεχθούν το πρόγραμμα του. Ο κ. Καμίνης βέβαια αποφεύγει να πει καθαρά τις απόψεις του επειδή γνωρίζει ότι θα προκαλέσουν αντιδράσεις.

Το δεύτερο παράδειγμα σχετίζεται με το Μακεδονικό. Σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη του ο κ. Βενιζέλος διατύπωσε τις συνήθεις ενστάσεις της αντιπολίτευσης για την ιθαγένεια και την γλώσσα.

Προχώρησε ωστόσο πάρα πέρα, επισημαίνοντας το σοβαρό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η χώρα αν η FYROM ικανοποιήσει όλους τους όρους της συμφωνίας και εν συνεχεία η Ελλάδα αρνηθεί να την κυρώσει. Πρόβλημα το οποίο, όπως τονίζει, δεν αφορά τις σχέσεις με τα Σκόπια αλλά συνολικά την διεθνή θέση της χώρας, τις σχέσεις με το ΝΑΤΟ και τις νατοϊκές πρακτικές στο Αιγαίο, τα Ελληνοτουρκικά, και το Κυπριακό.

Η δική του απάντηση; Σε αυτή την περίπτωση, λέει, η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να φέρει προς κύρωση την συμφωνία στη σημερινή Βουλή και να αφήσει τους μικροκομματικούς τυχοδιωκτισμούς το «δεν κυρώνω και το αφήνω στην επόμενη κυβέρνηση και στην επόμενη Βουλή, στην οποία μπορεί να έχει, και θα έχει, πλειοψηφία με άλλη αντίληψη».

Ο κ. Βενιζέλος δεν το λέει ρητά, επειδή κι αυτός γνωρίζει ότι θα προκαλέσει αντιδράσεις. Είναι φανερό ωστόσο, πάλι δια της λογικής επαγωγής, ότι υποστηρίζει την κύρωση της συμφωνίας από την Βουλή στην οποία είναι δυνατόν να υπάρξει τέτοια πλειοψηφία. Γιατί βέβαια αν είναι να απορριφθεί η συμφωνία δεν έχει καμία σημασία από το ποια Βουλή θα γίνει.

Τόσο ο κ. Βενιζέλος όσο και ο κ. Καμίνης εκφράζουν σε δύο κορυφαία ζητήματα, μια διαφορετική αντίληψη από τις επίσημες θέσεις του ΚΙΝΑΛ, η οποία έχει απήχηση σε ένα μεγάλο τμήμα των εν δυνάμει υποστηρικτών του. Η διαφωνία είναι πραγματική και δεν μπορεί να συγκαλυφθεί με οργανωτικά μέτρα. Ούτε γίνεται όμως πολιτική δια υπαινιγμών. Οι πολίτες δεν είναι υποχρεωμένοι να διαβάζουν κάτω από τις γραμμές.

Αν θέλουν στο ΚΙΝΑΛ να αποκτήσουν την πολιτική ενότητα που αποζητούν, οι διαφωνίες πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ανοιχτού διαλόγου μεταξύ των μελών. Τώρα βέβαια είναι αργά. Όταν όμως κρύβουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί δεν θα πρέπει να απορούν γιατί το κόμμα συγκεντρώνει μονοψήφια ποσοστά.