Βενιζέλος για ονομασία ΠΓΔΜ: Μετατρέπουν την εξωτερική πολιτική σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα

Ενημέρωση από την κυβέρνηση για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ ζητεί ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος σε άρθρο του με τίτλο «Κοινοβουλευτική δημοκρατία, εξωτερική πολιτική και εθνικό συμφέρον».

«Πρώτον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει για το αν υπάρχει συμφωνία και για το περιεχόμενό της. Δεύτερον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει όχι μόνον για τη στάση των κυβερνητικών κομμάτων αλλά και για το πώς τοποθετείται πολιτικά και θεσμικά το καθένα από αυτά έναντι του άλλου. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να τοποθετηθούν και μάλιστα δημόσια μόνο όταν η κυβέρνηση αποσαφηνίσει το τοπίο», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για καταστρατήγηση του Συντάγματος από την κυβέρνηση. «Μια καταστρατήγηση (που) γίνεται μάλιστα βαρύτερη όταν οι κυβερνητικοί εταίροι παρότι διαφωνούν γύρω από σοβαρό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και αυτό παραλύει την άσκηση της βασικής κυβερνητικής αρμοδιότητας, συμφωνούν μεταξύ τους να εξακολουθούν να συνεργάζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και να καλέσουν την αντιπολίτευση να επωμισθεί το βάρος των σχετικών αποφάσεων», σημειώνει.

Κατά τον πρώην πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, «η κυβέρνηση μετατρέπει έτσι την εξωτερική πολιτική σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα. Ζητά από την αντιπολίτευση να επιδείξει εθνική υπευθυνότητα, ενώ η ίδια επιδεικνύει προκλητική και πρωτοφανή εθνική και συνταγματική ανευθυνότητα».

«Η κυβέρνηση θέλει, ως έχει και ευρίσκεται, χωρίς δική της πολιτική ενότητα, να εκπροσωπεί τη χώρα, να διαπραγματεύεται, να συμφωνεί και μετά να καλεί την αντιπολίτευση να καλύψει το πολιτικό κενό της κυβέρνησης ψηφίζοντας ό,τι δεν ψηφίζει το ένα από τα δυο συνεργαζόμενα κυβερνητικά κόμματα. Αυτό το κόμμα μάλιστα δεν διαφωνεί απλώς αλλά οργανώνει ήδη δημαγωγική εκστρατεία εθνικολαϊκιστικής καταγγελίας όσων συμφωνήσουν με την κυβερνητική πρόταση!», συνεχίζει.

Ο κ. Βενιζέλος παρατηρεί ότι «η διαχείριση του θέματος γίνεται έως τώρα όχι μόνο με μικροπολιτική διάθεση αλλά και πρωθύστερα, γιατί αυτό το παιχνίδι θέλησε να στήσει η κυβέρνηση. Εξελίσσεται μια συζήτηση με εσωτερικούς πολιτικούς όρους που μειώνει το περιθώριο διπλωματικών χειρισμών και τη δυνατότητα απάντησης σε διεθνείς πιέσεις τη στιγμή που υποτίθεται ότι διεξάγεται διμερής διαπραγμάτευση με στόχο μια οριστική και πλήρη λύση που θα περιέχει συνθέτη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για κάθε χρήση (erga omnes), λύση στην οποία έχουν όμως μεγάλη σημασία οι λεπτομέρειες».

Στη συνέχεια, πάντως, διερωτάται και για τη στάση που πρέπει να τηρήσει η αντιπολίτευση: «Μπορεί άραγε, (…) να διαμορφωθεί τώρα μια στάση της αντιπολίτευσης που είναι εθνικά υπεύθυνη και αντιλαμβάνεται τη σημασία του momentum, χωρίς όμως να είναι πολιτικά αφελής, δηλαδή χωρίς να διευκολύνει τον τυχοδιωκτισμό και το διπλό παιχνίδι των κυβερνητικών εταίρων που δεν επιδιώκουν απλώς να συνεχιστεί ο βίος της κυβέρνησης, αλλά ενθαρρύνουν επιπλέον ένα παροξυσμό εθνικολαϊκιστικής δημαγωγίας με αφορμή μια συμφωνία την οποία ο ένας κυβερνητικός εταίρος προτείνει στην αντιπολίτευση να την ψηφίσει, ενώ ο άλλος εταίρος την καταγγέλλει ‘εθνικά υπερήφανος’;».

Μια τέτοια στάση, όπως αναφέρει, είναι αυτή που συνδυάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

Πρώτον, προστατεύει την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από τους πειρασμούς της κομματικής σκοπιμότητας και προτάσσει τον πραγματικό και σύγχρονο πατριωτισμό σε σχέση με το λαθρεμπόριο υπερπατριωτισμού και ιστορικής αμνησίας για τις εξελίξεις των τελευταίων 28 ετών.

Δεύτερον, επιβάλλει την ουσιαστική λειτουργία των κανόνων του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και προβάλλει στην κοινή γνώμη τους τυχοδιωκτισμούς που γίνονται μόνον και μόνον για να παραταθεί η νομή της ωμής εξουσίας.

Τρίτον, στρέφει την προσοχή στο μεγάλο εθνικό ζήτημα της πραγματικής και όχι της εικονικής εξόδου από το μνημόνιο και της επανόδου στην κανονικότητα μιας χώρας μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης.