Γ.Πανούσης: Δεχόμουν τηλεφωνήματα να αφήσω τα "παιδιά"

«Όταν γίνονταν συλλήψεις δεχόμουν τηλεφωνήματα να αφήσω τα ‘παιδιά’», καταγγέλλει ο πρώην Υπουργός Προστασίας του Πολίτη σε συνέντευξή του στην Καθημερινή. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι «τα έγγραφα που κατέθεσα στην εισαγγελία έχουν υπογραφές και σφραγίδες», ενώ χαρακτηρίζει «συνταγματικά ανεπίτρεπτη» τη μηνυτήρια αναφορά Τοσκα – Παρασκευόπουλου. Δηλώνει δε «ιδιαίτερα ανήσυχος» για το ενδεχόμενο οι διάδοχοί του να εφαρμόσουν το δόγμα ΣΥΡΙΖΑ για «κατάργηση των ΜΑΤ και διάλογο με τους κουκουλοφόρους» και εκφράζει ανησυχία για την απομάκρυνση του Στ. Σταυρόπουλου.

«Ως υπουργός ενημέρωσα μέσω του διοικητή της ΕΥΠ, τον πρωθυπουργό και τον καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργό Δικαιοσύνης. Αρα ο θεσμικός μου ρόλος ολοκληρώθηκε. Ανέμενα τις κινήσεις τους, αλλά δεν δόθηκε ούτε πολιτική λύση, ούτε δικαστική με παραγγελία του υπουργού Δικαιοσύνης. Ρωτώ λοιπόν: Θα ήταν σωστό να καταθέσω μήνυση κατά κρατουμένων, κάτι που είναι στην αρμοδιότητα του υπουργού Δικαιοσύνης, ή να καταγγείλω τότε δημοσίως μέλη του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς την έγκριση του πρωθυπουργού;», υποστηρίζει. Σημειώνει ότι «δεν μίλησα ποτέ με τον πρωθυπουργό, πρώτον γιατί ήταν η εποχή του Grexit και δεύτερον γιατί πίστευα ότι όλα αυτά θα τελείωναν.

Υπέθετα ότι οι πληροφορίες που του έδωσε ο διοικητής της ΕΥΠ θα τον ανησυχούσαν, αλλά προφανώς είχε άλλες προτεραιότητες». Παράλληλα ξεκαθαρίζει ότι «δεν κλήθηκα ποτέ για ενημέρωση από τον κ. Τόσκα και για κανένα θέμα. Οταν μου τηλεφώνησε μετά τη δημοσιοποίηση της υπόθεσής μου, του είπα να ενημερωθεί από τον κ. Ρουμπάτη και μετά τα λέμε. Αντ’ αυτού άρχισαν οι δηλώσεις για ανύπαρκτες διαρροές εγγράφων και οι «γραβατωμένες» μηνύσεις. Το λέω διότι ξαφνιάστηκα βλέποντας για πρώτη φορά τους δύο υπουργούς με επίσημη αμφίεση να καταθέτουν εκ μέρους του κράτους μήνυση που με φωτογραφίζει, όταν η κυβέρνηση ήταν που με προέτρεψε να καταθέσω ό,τι στοιχεία είχα στον εισαγγελέα. Αντιφατικό, οξύμωρο αλλά και συνταγματικά ανεπίτρεπτο».

Όπως υποστηρίζει «δεν υπαινίχθηκα τίποτα και για κανέναν. Δεν έχω διαρρεύσει κανένα έγγραφο. Τα έχει μόνο η εισαγγελέας του Α.Π. Άλλωστε ουδείς διατείνεται ότι διαθέτει έστω και ένα έγγραφο. Οι διάλογοι είναι άλλο θέμα και δεν με αφορά».

Απαντώντας σε ερώτηση αν μπορεί να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία των εγγράφων απαντά: «μα τι να αμφισβητηθεί; Τα έγγραφα που παρέδωσα έχουν πάνω τους σφραγίδες, υπογραφές και κοινοποιήσεις».

Καταγγέλλει ότι «οι φυλακές «κυβερνώνται» από συγκεκριμένα κυκλώματα και μάλιστα με τον πιο σκληρό τρόπο. Χειρότερο και από τον σωφρονιστικό καταναγκασμό ή την όποια αδικαιολόγητη βία των φυλάκων. Και επί τη ευκαιρία επιτρέψτε μου να επαναλάβω κάτι το οποίο μπορείτε να βρείτε σε δεκάδες άρθρα και βιβλία μου. Ήμουν και είμαι πάντα υπέρμαχος των δικαιωμάτων των κρατουμένων. Άλλωστε, τόσο το Πόρισμα της Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής το 2011 στο οποίο ήμουν επιστημονικός υπεύθυνος, όσο και το ν/σ του Νέου Σωφρονιστικού Κώδικα που εκκρεμεί στο υπουργείο Δικαιοσύνης επί διετία έχουν τη «σφραγίδα» μου. Και αναρωτιέμαι: Αυτό δεν το γνωρίζουν όσοι με καταγγέλλουν ως εκφραστή της καταστολής; Ή τους παραπλανούν ορισμένοι για να κρύψουν τα δικά τους κόλπα;»

Τέλος υποστηρίζει ότι «σε επεισόδια που είχαν γίνει συλλήψεις δέχθηκα τηλεφωνήματα «να αφήσω τα παιδιά». Αλλά η αστυνομία όφειλε να κάνει τη δουλειά της και προφανώς δεν ενέδωσα. Από την άλλη μέρα, όμως, συγκεκριμένος ραδιοφωνικός σταθμός και συγκεκριμένη εφημερίδα κλιμάκωσαν τον ιερό αγώνα της απομάκρυνσής μου, διότι συνέβαλα στο να συλληφθούν και να καταδικασθούν «κοινωνικοί αγωνιστές». Έτσι χαρακτήριζαν τα εν λόγω ΜΜΕ αυτούς που πετούσαν μολότοφ, μερικοί από τους οποίους σημειωτέον καταδικάστηκαν σε τρία χρόνια φυλάκιση με αναστολή. Δεν σας κρύβω ότι μετά τις συγκεκριμένες επιθέσεις, τις οποίες δεν αποδοκίμασαν ακόμη και συνάδελφοί μου, συνειδητοποίησα ότι οι δικές μου μέρες ήταν μετρημένες πια στο υπουργείο».