Στα 703 ευρώ καθαρά και στα 826 ευρώ μεικτά θα πρέπει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός των εργαζομένων, σύμφωνα με την πρόταση της ΓΣΕΕ, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης που έχει ξεκινήσει για την αύξηση των μισθών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα ανακοίνωσε η ΓΣΕΕ σε συνέντευξη Τύπου που έδωσε σήμερα από τον χώρο του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου της Κρήτης, ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα:
«Δεν πρέπει να είναι κάτω από τα 826 ευρώ μεικτά, 703 ευρώ καθαρά για 14 μισθούς».
Όπως αναφέρθηκε, η πρόταση της προς διαπραγμάτευση έχει ξεκινήσει για τον καθορισμό του νέου κατώτατου μισθού, στηρίζεται στα εξής κριτήρια:
- Πρώτον, να μην είναι κάτω από 60% του διάμεσου μισθού με βάση τα στοιχεία του 2021
- Δεύτερον, να λαμβάνει υπόψη τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023.
«Οποιεσδήποτε κυβερνητικές αντιρρήσεις ή ενστάσεις σχετικά με το ότι η αύξηση των μισθών θα προκαλέσει αύξηση του πληθωρισμού χαρακτηρίζονται ιδεολογικής προέλευσης» από τον επιστημονικό διευθυντή του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, Γιώργο Αργείτη.
Επίσης, στην ίδια συνέντευξη, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γιάννης Παναγόπουλος ζήτησε από την κυβέρνηση να «ξεπαγώσει» την Επιτροπή Απασχόλησης και να κινήσει τη διαδικασία για πραγματικό κοινωνικό διάλογο προκειμένου ο κατώτατος μισθός να καθορίζεται από τους αντιπροσωπευτικούς κοινωνικούς φορείς και όχι από το κράτος.
Αναλυτικότερα, όπως αναφέρει η ΓΣΕΕ:
«Η ουσιαστική ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από συλλογική σύμβαση εργασίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των κλαδικών μισθών ομαλοποιώντας τη στατιστική κατανομή των μισθών σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού. Η τρέχουσα θεσμική κατάσταση της ελληνικής αγοράς εργασίας δεν επιτρέπει μια τέτοια εξέλιξη και συνεπώς έχει παραμορφωθεί η στατιστική σημασία του διάμεσου (και του μέσου) μισθού στον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού.
Σημειώνοντας ότι, για να είναι χρήσιμος ως ένα αξιόπιστο εμπειρικό δεδομένο για τον προσδιορισμού του ύψους του κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης, ο δείκτης του 60% του διάμεσου μισθού πρέπει να ενσωματώσει τουλάχιστον την επίδραση του προσδοκώμενου πληθωρισμού για το 2023. Η θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Υπάρχουν δύο προσεγγίσεις για τον υπολογισμό του κατώτατου μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (Eurofound, 2018).
Η πρώτη προσέγγιση βασίζεται στο καθαρό εισόδημα που χρειάζεται να διατεθεί για την απόκτηση ενός καλαθιού βασικών αγαθών και υπηρεσιών τα οποία θεωρούνται το κοινωνικά αποδεκτό ελάχιστο που απαιτείται για μια αξιοπρεπή διαβίωση του εργαζομένου και της οικογένειάς του.
Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένες τις τρέχουσες συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και τη μακροχρόνια και σωρευτική απώλεια αγοραστικής δύναμης και βάσει του μείζονος στόχου των συνδικάτων που είναι η διασφάλιση συνθηκών στις οποίες κανένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό να μη βρίσκεται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας και να έχει ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο ο ίδιος και η οικογένειά του, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τον κατώτατο μισθό το 2023 είναι η εξής:
– Αύξηση του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στα 826 ευρώ, με άμεση συμφωνία των κοινωνικών εταίρων για το χρονοδιάγραμμα επίτευξής του.
– Επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, καθώς ο ρόλος και η λειτουργία της ως ελάχιστου γενικού ορίου προστασίας με καθολική εφαρμογή σε όλους τους εργαζομένους στο πλαίσιο διαβούλευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων είναι κρίσιμης σημασίας για την αποδοχή του τελικού προσδιορισμού του ύψους του, την ενίσχυση της κοινωνικής και εργασιακής ειρήνης, και τελικά τη συμμόρφωση των εργοδοτών, που θα επιτρέψει την αύξηση της αποτελεσματικότητας των θετικών του επιδράσεων στην οικονομία, την κοινωνία και τη δημοκρατία.
– Αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους).
– Άμεση επαναφορά των τριετιών. Άρση θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας (άνω του 80% των μισθωτών).
– Ενίσχυση της Επιθεώρησης Εργασίας για αποτελεσματική αντιμετώπιση της εργοδοτικής παραβατικότητας. – Ρύθμιση και έλεγχος των ευέλικτων και των άτυπων μορφών εργασίας για την προστασία των κατώτατων ορίων αμοιβής και εργασίας».