Τέλος στην αναρχία των Airbnb - Τι περιορισμοί υιοθετήθηκαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τι θα συμβεί στην Αθήνα

Τέλος στην αναρχία που επικρατεί στο πεδίο των βραχυχρόνιων μισθώσεων φιλοδοξούν να βάλουν οι Βρυξέλλες, αλλά όπως φαίνεται το «μπαλάκι» θα πάει στις εθνικές κυβερνήσεις. 

Στα καθ’ ημάς, το φαινόμενο δεν είναι νέο, ωστόσο έχει “φουντώσει” στην τελευταία 4ετία κι όπως λένε άνθρωποι της αγοράς, αν δεν είχε μεσολαβήσει η πανδημία, “θα είχαμε πνιγεί στα Airbnb”.

Το συμμάζεμα που επιχειρήθηκε σε πρώτη φάση αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το φορολογικό κομμάτι των βραχυχρόνιων μισθώσεων και είναι κοινή διαπίστωση ότι η “ενηλικίωση” του φαινόμενου θα πρέπει να συνοδευθεί από ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο, που θα καλύπτει τις ανάγκες νοικοκυριών να εξασφαλίσουν ένα πρόσθετο εισόδημα, αλλά από την άλλη θα βάζει τέλος στο αθέμιτο ανταγωνισμό με τις οργανωμένες τουριστικές μονάδες, θα αποτρέπει την υποβάθμιση αστικών ζωνών και θα “ανακουφίζει” την κρίση στέγης.

ΚΕΠΕ: Η εγχώρια αγορά και οι πρωτοβουλίες μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων

Μεγάλη έρευνα του ΚΕΠΕ “φωτίζει” τα χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς αλλά και τις πρωτοβουλίες που πήραν μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις για να βάλουν τέλος στο χάος των βραχυχρόνιων μισθώσεων.

Βασικό συμπέρασμα είναι ότι η δυνατότητα που δόθηκε στους ιδιοκτήτες ακινήτων να αυξήσουν τα εισοδήματά τους ήταν ιδιαίτερα ελκυστική στην περίπτωση της Ελλάδας, λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης και των φορολογικών βαρών που δημιούργησε για τα νοικοκυριά η μακρά οικονομική και δημοσιονομική κρίση. Μέχρι το έτος 2013, το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της Ελλάδας είχε υποχωρήσει κατά 38,9% σε σχέση με το προ της κρίσης επίπεδο, ενώ στα χρόνια που ακολούθησαν η ανάκαμψη του μεγέθους αυτού ήταν περιορισμένη, με αποτέλεσμα το έτος 2020 να υπολείπεται κατά 8,2 χιλ. ευρώ του αντίστοιχου μέσου όρου της ΕΕ.

Και κάπως έτσι, μετά το δειλό ξεκίνημα, η προσφορά και η χρήση καταλυμάτων βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Ελλάδα σημείωσε σημαντική ανάπτυξη και διαμορφώνεται σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ. Αξιοσημείωτη ήταν η μεγάλη αύξηση της συμμετοχής των παρόχων άνω των 55 ετών, αλλά και η αυξανόμενη δραστηριοποίηση ατόμων χαμηλότερης εκπαίδευσης, κατοίκων μικρότερων πόλεων ή αγροτικών περιοχών και μη εργαζόμενων. Οι σπουδαστές, τα άτομα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη δραστηριοποίηση στη χρήση των υπηρεσιών.

Το πλέον συνηθισμένο είδος προσφοράς στη βραχυχρόνια μίσθωση στην Ελλάδα είναι η ενοικίαση ολόκληρου σπιτιού, ενώ ιδιαίτερα ανεπτυγμένη είναι η πιο επαγγελματική μορφή της δραστηριότητας, και ειδικότερα η διάθεση αρκετών καταλυμάτων που αγοράστηκαν για αυτόν τον σκοπό.

Παρά το γεγονός ότι καμία χώρα της ΕΕ δεν εφαρμόζει γενική απαγόρευση της βραχυχρόνιας μίσθωσης, ορισμένοι από τους ισχύοντες κανόνες θεωρούνται αρκετά περιοριστικοί. Ωστόσο ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παρεμβάσεις σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες συχνά- πυκνά «πατάνε» πάνω σε δικαστικές αποφάσεις.

«Κόφτες» σε μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις

Στο Παρίσι, από τον Ιανουάριο του 2020, οι πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης υποχρεούνται να κοινοποιούν ετησίως στις τοπικές φορολογικές αρχές τα στοιχεία των ιδιοκτητών, τα ακαθάριστα έσοδα και τον αριθμό των ημερών κράτησης του τελευταίου χρόνου, υπάρχει όριο στον αριθμό των ημερών διαμονής (120 ημερών), ενώ επιτρέπεται χωρίς κανέναν χρονικό περιορισμό η μίσθωση τμήματος κύριας κατοικίας (δωμάτιο).

Στη Μαδρίτη, τα καταλύματα που ενοικιάζονται στο κέντρο της πόλης για περισσότερο από 90 ημέρες υποχρεούνται να διαθέτουν αυτόνομη είσοδο, ενώ οι ιδιοκτήτες οφείλουν να λαμβάνουν αριθμό μητρώου από τον Δήμο.

Στη Βαρκελώνη, οι ημέρες μίσθωσης βραχυχρόνιων καταλυμάτων είναι 31, το κατάλυμα οφείλει να έχει κριθεί κατάλληλο για τουριστική χρήση μετά από επιθεώρηση των υπαλλήλων της Δημοτικής Αρχής και στη συνέχεια να λάβει αριθμό μητρώου, ενώ πρόσφατα (2021) απαγορεύτηκε η ενοικίαση μεμονωμένων δωματίων εντός κατοικίας.

Στο Βερολίνο, ο οικοδεσπότης που μισθώνει πρώτη κατοικία είναι υποχρεωμένος να διαθέτει άδεια ανεξάρτητα από τη διάρκεια της μίσθωσης καταλύματος, για δεύτερη κατοικία τίθεται όριο στις ημέρες μίσθωσης (90 ημέρες), ενώ για τα δωμάτια που καταλαμβάνουν χώρο μικρότερο του 50% της συνολικής κατοικίας δεν υπάρχει περιορισμός.

Για το Άμστερνταμ, από τον Ιανουάριο του 2019, το ανώτατο όριο μίσθωσης βραχυχρόνιων καταλυμάτων είναι 30 ημέρες, διαφορετικά απαιτείται ειδική άδεια, ενώ οι ιδιοκτήτες οφείλουν να δηλώνουν το κατάλυμα στη Δημοτική Αρχή.

Στη Ρώμη, οι ιδιοκτήτες των καταλυμάτων οφείλουν να ενημερώνουν, μέσω ειδικής πλατφόρμας, τις αρμόδιες Αρχές για τα στοιχεία των επισκεπτών, παρέχοντας αντίγραφο της ταυτότητας ή του διαβατηρίου τους.

Όπως σημειώνει η μελέτη του ΚΕΠΕ, κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, έχουν γίνει προσφυγές και έχουν ληφθεί αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για διάφορες υποθέσεις που απασχόλησαν τη δικαιοσύνη είτε από την πλευρά των ιδιοκτητών για την άρση περιορισμών είτε από ενδιαφερόμενους φορείς για τη λήψη περιοριστικών μέτρων (για την προστασία της στέγασης, περιβαλλοντικούς κλπ.). Με βάση σχετική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου μετά από προσφυγή γαλλικού δικαστηρίου, δίνεται η δυνατότητα τα δημοφιλή τουριστικά μέρη να επιβάλουν περιορισμούς στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, εφόσον αντιμετωπίζουν ζήτημα έλλειψης προσιτής στέγης.