Οι τράπεζες της Ευρωζώνης θα επιστρέψουν 300 δισ. στην ΕΚΤ

Σε μία ακόµη κίνηση για τη μείωση της ρευστότητας για να αναχαιτίσει τον πληθωρισμό προχωράει η ΕΚΤ. Συγκεκριμένα οι τράπεζες της Ευρωζώνης θα επιστρέψουν στην ΕΚΤ 296,3 δισ. ευρώ ως αποπληρωμή των δανείων που τους χορήγησε με ευνοϊκούς όρους για να στηρίξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις εν μέσω της ύφεσης της πανδημίας.

Την επιστροφή ενθάρρυνε η τράπεζα προσφέροντάς τους και πάλι ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής. Οπως αναφέρουν διεθνή ΜΜΕ, η τράπεζα θα παρακολουθήσει προσεκτικά την αντίδραση της αγοράς στη μείωση της ρευστότητας για να εκτιμήσει πόσο γρήγορα μπορεί να προχωρήσει με πωλήσεις ομολόγων στη συρρίκνωση του χαρτοφυλακίου της ύψους 3,3 τρισ. ευρώ.

Η αποπληρωμή των δανείων εντός της εβδομάδας, μέχρι τις 23 Νοεμβρίου συγκεκριμένα, αντιπροσωπεύει μόλις το 15% του συνολικού ποσού των δανείων που οφείλουν οι τράπεζες στην ΕΚΤ. Αναλυτές της αγοράς που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση του Bloomberg προέβλεπαν πως οι τράπεζες της Ευρωζώνης θα έσπευδαν να επιστρέψουν 600 δισ. ευρώ, ενώ κάποιοι εκτιμούσαν πως το ποσό μπορεί να έφτανε στο 1,5 τρισ. ευρώ και πιθανώς το ύψος των αποπληρωμών να απογοητεύσει την ΕΚΤ.

Κι αυτό γιατί τα στελέχη της τράπεζας είχαν εκφράσει φόβους πως τα δάνεια που είχε χορηγήσει στις ευρωπαϊκές τράπεζες με ευνοϊκούς όρους θα μπορούσαν να υπονομεύσουν τις προσπάθειές της να ανακόψει την άνοδο του πληθωρισμού, δεδομένου ότι έχουν αλλάξει άρδην οι συνθήκες από την εποχή που τα χορήγησε.

Είναι σαφές ότι εντείνεται ο προβληματισμός της τράπεζας για την πορεία του πληθωρισμού, που βρίσκεται σε ένα εφιαλτικό για τα δεδομένα της Ευρωζώνης 10,6%. Ετσι, παρά τα όσα έχουν ειπωθεί τις τελευταίες ημέρες από στελέχη της ΕΚΤ, που έχουν αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο ηπιότερων αυξήσεων των επιτοκίων, η πρόεδρος της τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, φάνηκε χθες να θεωρεί αναγκαία μια ακόμη επιθετική αύξηση των επιτοκίων.

Σε ομιλία της στη Φρανκφούρτη η πρόεδρος της ΕΚΤ τόνισε πως ενδέχεται να είναι αναγκαία μια αύξηση των επιτοκίων σε επίπεδα απαγορευτικά για την οικονομική ανάπτυξη, καθώς ο πληθωρισμός έχει εκτοξευθεί σε ύψη πενταπλάσια του επίσημου στόχου. Για μια ακόμη φορά δεν απέφυγε να αναγνωρίσει πως έχει αυξηθεί ο «κίνδυνος της ύφεσης» και να καταστήσει σαφές πως μια επιβράδυνση δεν αρκεί για να αποκλιμακωθούν οι τιμές.

Εχοντας ήδη τολμήσει την πλέον επιθετική στροφή της ιστορίας της σε περιοριστική νομισματική πολιτική, η ΕΚΤ αναμένεται πως στη συνεδρίασή της τον επόμενο μήνα θα αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ τουλάχιστον κατά 50 μονάδες βάσης ώστε να φθάσουν το 2%. «Σκοπεύουμε να αυξήσουμε τα επιτόκια περαιτέρω και να τα φθάσουμε σε επίπεδα που θα ανακόψουν τον πληθωρισμό και θα τον επαναφέρουν στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας εγκαίρως», τόνισε η κ. Λαγκάρντ καθιστώντας σαφείς τις προθέσεις της τράπεζας.

Η κίνηση εντάσσεται στο σχέδιο για τη μείωση της ρευστότητας προκειμένου να αναχαιτιστεί ο πληθωρισμός.

Τις τελευταίες ημέρες, πάντως, φαινόταν πως στους κόλπους της ΕΚΤ εξανεμιζόταν η προθυμία των στελεχών για μία ακόμη αύξηση 75 μ.β. Ερμηνεύοντας τη στάση των στελεχών της ΕΚΤ, παράγοντες της αγοράς τόνιζαν πως στη συνεδρίαση του Δεκεμβρίου είναι πιθανότερη μια αύξηση κατά μόνον 50 μ.β. και ορισμένοι δεν απέκλειαν μια ηπιότερη κίνηση, μόλις κατά 25 μ.β. Ολα αυτά βέβαια υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάποιος αιφνιδιασμός στο μέτωπο του πληθωρισμού και με δεδομένο τον εντεινόμενο φόβο της ύφεσης που απειλεί την Ευρωζώνη και θεωρείται βέβαιη για πολλές από τις οικονομίες της.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, Βιλερουά ντε Γκαλό, έχει προβλέψει από τις αρχές της εβδομάδας ότι η ΕΚΤ θα επιλέξει να αυξήσει τα επιτόκια στο επίπεδο των «κανονικών επιτοκίων», δηλαδή περίπου 2%, που υποδηλώνει μια αύξηση κατά 50 μ.β. Είναι, άλλωστε, σημαντικό ότι ενώ επικρατεί στην αγορά η προσδοκία πως η επόμενη κίνηση θα είναι μια αύξηση κατά 50 μ.β., τα γνωστά «γεράκια» της τράπεζας δεν έχουν προσπαθήσει να διαψεύσουν τις εντυπώσεις, αλλά αντιθέτως τηρούν πολύ διακριτική, έως σιωπηρή, στάση τελευταία.

Ο διοικητής της Τράπεζας της Αυστρίας, Ρόμπερτ Χόλτζμαν, που είναι γνωστός υποστηρικτής της επιθετικά περιοριστικής νομισματικής πολιτικής, δεν έχει επιδιώξει να εκφραστεί δημοσίως τελευταία και να αναφερθεί στην κλίμακα της επόμενης αύξησης. Ομοίως και ο Γερμανός ομόλογός του, Τζόακιμ Νάγκελ, ίσως το σκληρότερο «γεράκι» στην ΕΚΤ.

Επίσης οι ομόλογοί τους της Εσθονίας και της Λετονίας, δηλαδή των χωρών της Βαλτικής που έχουν πληγεί από μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, της τάξης έως και του 30%, έχουν μιλήσει για 50 μ.β. και για 75 μ.β. αντιστοίχως ως πιθανότερες κινήσεις της τράπεζας. Εχουν αποφύγει, ωστόσο, να εκφράσουν οι ίδιοι την προτίμησή τους.