Το δολάριο έχει ενισχυθεί από τις κινήσεις αποφυγής κινδύνου στις αγορές αλλά και τις διαφορές στην πολιτική της Fed και της ΕΚΤ
Το ευρώ πλησιάζει την απόλυτη ισοτιμία με το δολάριο των ΗΠΑ για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια, με τις γνώμες των αναλυτών να διίστανται σχετικά με το αν τελικώς θα φτάσει το 1:1 και τι θα σημαίνει αυτό για τους επενδυτές και την οικονομία.
Το πρωί της Πέμπτης στο ευρώ κυμαινόταν γύρω στο 1,05 δολάριο, έχοντας μια σταθερή πτώση για σχεδόν ένα χρόνο, από περίπου 1,22 δολάριο τον περασμένο Ιούνιο.
Το δολάριο έχει ενισχυθεί από τις κινήσεις αποφυγής κινδύνου στις αγορές, καθώς οι ανησυχίες για τον πόλεμο στην Ουκρανία, τον αυξανόμενο πληθωρισμό, τα προβλήματα της εφοδιαστικής αλυσίδας, την επιβράδυνση της ανάπτυξης και τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής έχουν οδηγήσει τους επενδυτές προς τα παραδοσιακά «ασφαλή καταφύγια».
Η σύγκλιση της ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων οφείλεται επίσης στις διαφορές που παρουσιάζει η νομισματική πολιτική των δύο κεντρικών τραπεζών.
Στις ΗΠΑ η Fed αύξησε τα επιτόκια κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (δεύτερη άνοδος το 2022) καθώς επιχειρεί να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό που «τρέχει» σε υψηλό 40 ετών.
Ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ δήλωσε ότι η κεντρική τράπεζα δεν θα διστάσει να συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια έως ότου ο πληθωρισμός πέσει σε διαχειρίσιμο επίπεδο και επανέλαβε τη δέσμευσή του να τον φέρει πιο κοντά στον στόχο του 2% της Fed.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την άλλη, σε αντίθεση με τη Fed και την Τράπεζα της Αγγλίας, δεν έχει ακόμη αυξήσει τα επιτόκια παρά τον πληθωρισμό-ρεκόρ σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Ωστόσο, έχει σηματοδοτήσει το τέλος του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων της και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν υιοθετήσει έναν πιο επιθετικό τόνο τον τελευταίο καιρό.
Ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης, Francois Villeroy de Galhau, δήλωσε τη Δευτέρα ότι η υπερβολική αδυναμία του ευρώ απειλεί τη σταθερότητα των τιμών στην ευρωζώνη, αυξάνοντας το κόστος των εισαγόμενων αγαθών και εμπορευμάτων που εκφράζονται σε δολάρια και τροφοδοτώντας περαιτέρω τις πιέσεις τιμών που οδήγησαν τον πληθωρισμό της ευρωζώνης σε επίπεδα ρεκόρ.