Η μεγάλη ανατροπή στην ΕΕ (και τη Γερμανία): Τα άλματα και οι αναγκαστικές υποχωρήσεις – Οι τρεις κρίσιμοι πολιτικοί νεωτερισμοί

Ανάλυση του Κώστα Μποτόπουλου

Η Ευρωπαϊκή Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2020 για το «Σχέδιο COVID» επισκιάζει όλες τις πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις αυτής της εβδομάδας –πλην ίσως των ανακοινώσεων της Οξφόρδης, για τις οποίες όμως αυτή η στήλη δεν έχει αρμοδιότητα.

Τα βασικά σημεία της Συμφωνίας αυτής, που συγκροτείται αφενός από ένα έκτακτο, περιορισμένο στο χρόνο (ως το 2026), στρεφόμενο αποκλειστικά στη μάχη κατά της πανδημίας χρηματοδοτικό εργαλείο/ταμείο (Next Generation EU ή NGEU) συνολικού ύψους 750 δις ευρώ και αφετέρου από ένα νέο, πολυετές (θα ισχύσει για τα επόμενα επτά χρόνια) μακροοικονομικό πλαίσιο, τον Προϋπολογισμό της Ένωσης (MMF), που ανέρχεται σε 1,074 τρισεκατομμύρια ευρώ, θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής:

 3 κρίσιμοι πολιτικοί νεωτερισμοί:

α) Γίνεται πράξη, για πρώτη φορά στην ιστορία της Ένωσης, ο κοινός δανεισμός, στο όνομα ολόκληρης της Ένωσης και όχι των κρατών μελών. Η Επιτροπή, στο όνομα της Ένωσης, είναι αυτή που πήρε την εντολή να «σηκώσει», μέσω ομολόγων «εξασφαλισμένων» από τον προϋπολογισμό της Ένωσης και όχι από εθνικούς προϋπολογισμούς ή με βάση τη φερεγγυότητα των κρατών μελών, 750 δισεκατομμύρια από τις αγορές. Πρόκειται για κοινό χρέος μέσω κοινού εργαλείου, που μπορεί να μην ονομάζεται «ευρωομόλογο» και να είναι μίας χρήσης, αλλά εμφορείται σαφώς από «ομοσπονδιακή» και όχι «διακυβερνητική» λογική.

β) Αλλάζει το εύρος, και κυρίως η φιλοσοφία του κοινοτικού προϋπολογισμού. Ξεπερνιέται –για μια επταετία, αλλά, αν πάνε καλά τα πράγματα, και με προοπτική για το μέλλον- το φράγμα του 1% του κοινοτικού ΑΕΠ, που έθεταν, στα βήματα της Θάτσερ (αλλά και του Μπλερ…) ορισμένες χώρες, ενώ το συνολικό ποσό ξεπερνά το τρισεκατομμύριο. Αλλάζουν, έστω και αν όχι όσο δραματικά ήθελε η αρχική πρόταση, οι προτεραιότητες εντός του προϋπολογισμού, αυξάνονται, αν και όχι στο βαθμό που επιζητούσε η αρχική πρόταση, τα ποσά και η σημασία των «ιδίων πόρων», δηλαδή εσόδων που δημιουργεί και αποκομίζει η Ένωση πέραν των συνεισφορών των κρατών μελών. Ιδίως: γίνεται αντιληπτό ότι ο κοινοτικός προϋπολογισμός δεν είναι μόνο πεδίο εθνικών μαχών αλλά και εργαλείο πολιτικής.

γ) Μπαίνει βαθύς και υποχρεωτικός ο σπόρος των κοινών δράσεων στη βάση κοινών σκοπών. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αναβιβάζεται σε «οριζόντιο» (αγγίζει όλες τις επιμέρους δράσεις) στόχο, στον οποίο αφιερώνεται τουλάχιστον το 30% των πόρων της Ένωσης -με δύο, ωστόσο, περικοπές, που θα έπρεπε να είχαν αποφευχθεί: την καταρχήν εξαίρεση της Πολωνίας και τη μείωση των κονδυλίων στο πρόγραμμα Just Transition, που έχει ακριβώς ως αντικείμενο τη μετάβαση από τις «παραδοσιακές» στην «πράσινη» οικονομία. Ο έλεγχος χρήσης των έκτακτων κονδυλίων εκ του NGEU, αλλά και των πόρων εκ του προϋπολογισμού, γίνεται από συλλογικά όργανα και επί τη βάσει πολιτικών κριτηρίων, στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκεται η προώθηση των κοινών ενωσιακών στόχων.

2 πολιτικά θεμέλια για το παρόν και το μέλλον:

α) Η Γερμανία περνά, εντός του ενωσιακού συσχετισμού δυνάμεων, στην πλευρά όχι μόνο της άλλης μεγάλης δύναμης, της Γαλλίας, αλλά των χωρών που προωθούν την ενοποίηση και στο πεδίο –αυτή είναι η μεγάλη αλλαγή- της οικονομικής διακυβέρνησης. Η πολιτική σημασία της τοποθέτησης πλέον της Γερμανίας απέναντι στους «τσιγκούνηδες», και όχι επικεφαλής τους, είναι τεράστια, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις εξελίξεις, και την επιτυχία της απάντησης στην κρίση, μπορεί δε να εκφραστεί, ίσως με πιο έμμεσο τρόπο, και στη μελλοντική στάση της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας εντός των διεργασιών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

β) Ακριβώς λόγω αυτής της μετακίνησης της Γερμανίας, κατέστη δυνατή η κατ’ ουσίαν εγκατάλειψη του δόγματος της «λιτότητας», που ως τώρα επικρατούσε όχι μόνο σε σχέση με την εν γένει οικονομική διαχείριση αλλά και εντός των διαφόρων «σχεδίων σωτηρίας» που κατέστησαν, και θα συνεχίσουν να καθιστούν, αναγκαία οι απανωτές κρίσεις. Πάρε λεφτά τώρα-πλήρωσε (πολύ) αργότερα (ως το 2058), επιχορηγήσεις, κανόνας πλειοψηφίας, νέοι τομείς δράσης, συγκρότηση δικτύου ασφαλείας για τους πιο αδύναμους –όλα αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου σχεδίου βρίσκονται ακριβώς στους αντίποδες της φιλοσοφίας με την οποία αντιμετωπίστηκε, για να μην πάμε μακριά, η χώρα μας στα χρόνια της δικής της θύελλας.

3 θεμελιώδεις νίκες επί των διεκδικήσεων των «τσιγκούνηδων»:

α) Η ομάδα των 4+1 (Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία αλλά και Φινλανδία) δεν ήθελαν την ύπαρξη επιχορηγήσεων, ζητούσαν η στήριξη των οικονομιών να πάρει αποκλειστικά τη μορφή δανείων. Από τα 500 δις σε επιχορηγήσεις και τα 250 σε δάνεια της αρχικής πρότασης, φτάσαμε στα 390/360, με τις επιχορηγήσεις –που δεν είναι «δώρα», αφού καλύπτονται από τις εθνικές συνεισφορές, απλώς δεν συνυπολογίζονται στο εθνικό χρέος- όχι μόνο να συνεχίζουν να υφίστανται, αλλά και να είναι μεγαλύτερες από τα δάνεια (που κι αυτά θα ξεπληρωθούν με χαμηλά επιτόκια και πολύ αργότερα).

β) Οι 4+ 1, ιδίως η Ολλανδία δια του Πρωθυπουργού της Μαρκ Ρούτε, έδωσαν μεγάλη μάχη για τη θέσπιση δικαιώματος βέτο επί του σχεδίου απορρόφησης των χρημάτων του NGEU που θα υποβάλλει κάθε χώρα. Η πρόταση, που θα «έθαβε» ουσιαστικά όλο το σχέδιο, δεν έγινε δεκτή. Καθιερώθηκε βέβαια ένα «φρένο», υπό τη μορφή δυνατότητας καθυστέρησης υιοθέτησης εθνικού σχεδίου εφόσον εναντιωθούν άλλα κράτη μέλη, αλλά και πάλι την τελική απόφαση θα την πάρει, έστω και μετά από «εξαντλητικές συζητήσεις», το Συμβούλιο με αυξημένη πλειοψηφία.

γ) Η τελευταία –και πιο δύσκολα ανατρέψιμη, γιατί στηριζόμενη σε προηγούμενη πρακτική- γραμμή άμυνας των 4+1 είχε σχέση με «μνημονιακού τύπου» προϋποθέσεις (conditionality) για τη λήψη των επιχορηγήσεων. Κι αυτή η προσπάθεια, που προφανώς έθιγε τη χώρα μας όχι μόνο από πρακτική άποψη αλλά και για λόγους αρχής, αποκρούστηκε. Οι προτάσεις των κρατών μελών θα εξετάζονται από την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την υποβολή τους, θα υπόκεινται στη διαδικασία του «ευρωπαϊκού εξαμήνου» (κοινής εξέτασης των προϋπολογισμών), θα πρέπει να είναι συνεπείς τόσο με τους γενικούς στόχους της Ένωσης (κλιματική αλλαγή, ψηφιακή αναβάθμιση, τόνωση απασχόλησης και ανταγωνιστικότητας) όσο και με τις κατά χώρα και κατά περίπτωση (country specific) «κατευθύνσεις» της Επιτροπής, αλλά δεν θα υπόκεινται ούτε σε βέτο, όπως είδαμε, ούτε σε δυνατότητα απόρριψης με βάση γενικές και αόριστες «αποκλίσεις» (σε σχέση, για παράδειγμα, με «την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων»).

3 υποχωρήσεις από το αρχικό σχέδιο:

Δεν υπάρχει διαπραγμάτευση με υποχωρήσεις εκ μέρους της μίας μόνο πλευράς και γι’ αυτό οι ήττες των «τσιγκούνηδων» σε όλα τα βασικά συνοδεύτηκαν από αλλαγές/υπαναχωρήσεις, εκ των οποίων δύο έχουν ήδη αναφερθεί -αλλαγή στη σχέση επιχορηγήσεων – δανείων και μείωση του μεγέθους του προϋπολογισμού-, η δε τρίτη δίνει οριστική απάντηση στο ποιοι είναι και γιατί έδρασαν έτσι οι «τσιγκούνηδες»:

Αντί να τεθεί τέλος, όπως από χρόνια ζητά η Γαλλία και αρκετές άλλες χώρες, στον εξευτελιστικό θεσμό των εντός του προϋπολογισμού «εκπτώσεων» (rebates) έναντι ορισμένων χωρών, που, θεωρητικά, συνεισφέρουν περισσότερα από όσα παίρνουν από τον ενωσιακό προϋπολογισμό, το πρόσφατο «πακέτο» ανέβασε τον αριθμό και τα ποσά των «εκπτώσεων». Το ότι στις χώρες αυτές ανήκουν η Ολλανδία, που διπλασίασε την έκπτωσή της, η Αυστρία, που την αύξησε σημαντικά, καθώς και η Σουηδία και η Δανία, αλλά και η Γερμανία (που αν και σε άλλο «στρατόπεδο» πλέον, δεν αρνήθηκε την έκπτωση) δεν χρειάζεται σχόλιο. Ίσως μόνο αυτό: αν νομίζουν οι χώρες αυτές ότι κάτι «κέρδισαν», τότε βάζουν τον πήχυ της αξιοπρέπειας και της γενικής εικόνας τους πολύ χαμηλά –εκτός εάν ανοίγουν την πόρτα για μιαν έξοδο σαν κι αυτήν που η βαρόνη Θάτσερ δεν πρόλαβε να δει για τη χώρα της, αλλά σίγουρα θα επικροτούσε.

3 παραπλευρά θύματα:

α)  Το κράτος Δικαίου. Η πρόθεση της Γερμανίας, και της Επιτροπής, να συνδεθεί επισήμως η καταβολή ποσών τόσο από το NGEU όσο και από τον προϋπολογισμό με το σεβασμό του «δημοκρατικού κεκτημένου» της Ένωσης (κυρίως: ελευθερία Τύπου, ανεξαρτησία Δικαιοσύνης), δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθεί από τη στιγμή που οι χώρες τις οποίες αφορούσε το μέτρο (Ουγγαρία, Πολωνία και δυνητικοί μιμητές τους), είχαν τη δυνατότητα άσκησης βέτο σε όλο το «πακέτο» -και όλοι είχαν τη βεβαιότητα ότι θα το ασκούσαν. Πάλι η ελευθερία θυσία στο βωμό της οικονομίας; Μένει να φανεί: αν οι αλλαγές είναι τόσο βαθιές όσο φαίνεται ότι μπορεί να είναι, τότε ούτε οι αυταρχικοί της Ένωσης έχουν λόγο να αισθάνονται άνετα.

β) Μια σειρά από κρίσιμοι τομείς πολιτικής, που ξαφνικά έφτασαν να θεωρούνται «πολυτελείς» και υπέστησαν από μικρές έως μεγαλύτερες περικοπές. Στην πρώτη γραμμή –αυτό και αν είναι ειρωνεία ευρωπαϊκού τύπου- η Υγεία, που προκάλεσε όλες αυτές τις κοσμογονικές αλλαγές, αλλά ούτε συγκροτήθηκε σε αυτόνομο τομέα πολιτικής ούτε ενισχύθηκε σημαντικά από πλευράς πόρων.  Αλλά και ο Ψηφιακός Μετασχηματισμός, παρότι συνεχίζει να αποτελεί γενικό πολιτικό στόχο της Ένωσης, δεν αυτονομήθηκε από την Ενιαία Αγορά, δεν απέκτησε αντίστοιχη «οριζόντια» εφαρμογή με την Κλιματική Αλλαγή και δεν δέχθηκε ώθηση από τον προϋπολογισμό.

Αδικαιολόγητη «σφαγή» και σε μια σειρά από παραδοσιακά, και ιδιαίτερα σημαντικά, κοινοτικά προγράμματα: Erasmus για ανταλλαγές φοιτητών, Horizon για την έρευνα και την καινοτομία, Child Guarantee για τα ασυνόδευτα παιδιά, EUInvest για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες. Από την άλλη, τα παραδοσιακά μαστόδοντα του προϋπολογισμού –Γεωργία και Συνοχή- κράτησαν τη μερίδα του λέοντος –η ζούγκλα μπορεί να άλλαξε, όχι όμως οι βασιλιάδες της ζούγκλας.

γ) Οι ίδιοι πόροι. Παρότι έγινε μεγάλη συζήτηση και οι αρχικές προτάσεις ήταν πολύ φιλόδοξες, η τελική απόφαση είναι ισχνή: μόνο ο φόρος επί των πλαστικών θα τεθεί σε εφαρμογή από το 2021, ενώ για το μηχανισμό φορολόγησης των εκπομπών άνθρακα και τον ψηφιακό φόρο θα πρέπει να περιμένουμε πρόταση της Επιτροπής το 2021 με ορίζοντα εφαρμογής το 2023 (αν ποτέ εφαρμοστούν, γιατί είναι βέβαιο ότι θα εκφραστούν αντιδράσεις και από άλλες πέραν των «τσιγγούνικων» χωρών, πχ Ιρλανδία για τον ψηφιακό φόρο, Πολωνία για οτιδήποτε έχει σχέση με ενέργεια).

Το «τρίτο κύμα» ανάγεται στο χώρο της απλής πιθανότητας: εκπομπές αερίων και ο πολλάκις απορριφθείς «φόρος Τόμπιν» επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Για τους ίδιους πόρους, θα μπορούσε κανείς να πει ότι μπήκαν στο παιχνίδι, αλλά είναι αμφίβολο αν θα προλάβουν να παίξουν.

Μέσα από όλα αυτά –τα μεγάλα άλματα και τις αναγκαστικές υποχωρήσεις- η Ευρώπη απάντησε όχι τόσο στους επικριτές της –ούτως ή άλλως αυτοί δεν πείθονται ποτέ- όσο στον εαυτό της: ναι, μπορεί. Φυσικά και δεν λύθηκαν όλα τα προβλήματα και οι δυσλειτουργίες, αλλά «ειπώθηκε», μέσω αποφάσεων, το πολιτικό “whatever it takes” της Ένωσης, που είχε άμεσες συνέπειες τόσο στις αγορές, όσο και σε σχέση με τη διεθνή αλλά και την εσωτερική –έναντι των Ευρωπαίων πολιτών- αξιοπιστία της.

Κώστας Μποτόπουλος

Πηγή: economico.gr