του Κώστα Μποτόπουλου
Μέσα στην οικονομική κατάρρευση που προκαλεί η πανδημία, μαίνεται και μια άλλη κατάρρευση, που συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεται με την πρώτη και που μπορεί να διαρκέσει περισσότερο και να επηρεάσει βαθύτερα το παγκόσμιο τοπίο. Όποιος θέλει να καταλάβει πού πηγαίνει ο κόσμος, δεν μπορεί να αποφύγει το ερώτημα: Πού πάει το πετρέλαιο;
Μέρος πρώτο: μια στρέβλωση και μια πανδημία
Αυτό που συμβαίνει με το πετρέλαιο, η σχέση του φαινομένου με την πανδημία και οι ιδιαιτερότητες του, μπορεί να κοπεί σε διαδοχικές φάσεις.
Φάση πρώτη: μετά την τελευταία, πριν από τη σημερινή, κατάρρευση των τιμών του πετρελαίου (2014-2016), που οφειλόταν σε ανέλεγκτη αύξηση της παραγωγής, συγκροτήθηκε ένας νέος, έστω και άτυπος, μεγάλος «παίκτης» σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 1960 είχε δημιουργηθεί, για να ελέγχει και να καθορίζει την τιμή του πετρελαίου, ο ΟΠΕΚ, με έδρα την πετρελαιοπαραγωγό Βιέννη, και με 13 χώρες-μέλη το 2016: 5 αραβικές -Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ιράν, Ιράκ, Κουβέιτ-, 7 αφρικανικές -Αλγερία, Αγκόλα, Γουινέα, Γκαμπόν, Λιβύη, Νιγηρία, Δημοκρατία του Κονγκό- και μία Λατινοαμερικανική -Βενεζουέλα.
Στα τέλη του 2016 δημιουργείται ο «ΟΠΕΚ+» με 10 επιπλέον χώρες: πρώτη ανάμεσά τους η Ρωσία κι ακόμα Αζερμπαϊτζάν, Μπαχρέιν, Μπρουνέι, Καζακστάν, Μαλαισία, Μεξικό, Ομάν, Νότο Σουδάν, Σουδάν. Η συμφωνία ήταν αφενός παρά φύσιν -μεταξύ δυο σκληρών ανταγωνιστών, της πρώτης πετρελαιοπαραγωγικής χώρας, της Σαουδικής Αραβίας, και της ως τότε δεύτερης, της Ρωσίας – και αφετέρου έθετε τις βάσεις για μετακίνηση, ή εξάπλωση, του παγκόσμιου ανταγωνισμού, από το δίπολο ΟΠΕΚ-χώρες εκτός ΟΠΕΚ, στο πολύ πιο ρευστό σχήμα ΟΠΕΚ+ εναντίον ΗΠΑ.
Γιατί, και αυτό αποτελεί τη δεύτερη μεγάλη εξέλιξη, εδώ και λιγότερο από δέκα χρόνια (το 2014-2015 η παραγωγή τους διπλασιάστηκε σε σχέση το 2008), οι ΗΠΑ -ειρωνικά: κατά την περίοδο που βρισκόταν στο τιμόνι τους ο πιο «πράσινος» Πρόεδρος, ο Μπαράκ Ομπάμα-, χάρις στην τεχνολογία παραγωγής πετρελαίου shale, έγιναν πρώτα από εισαγωγέας πετρελαίου μεγάλος εξαγωγέας και στη συνέχεια η πρώτη πετρελαιοπαραγωγική δύναμη του πλανήτη. Το Φεβρουάριο του 2020, ενώ στην Κίνα θέριζε ήδη ο ιός αλλά στον υπόλοιπο κόσμο δεν πολυασχολούμασταν, η παραγωγή πετρελαίου των ΗΠΑ γνώρισε το ιστορικά υψηλότερο επίπεδό της, περίπου 13 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, κατά πολύ περισσότερο και από τη Σαουδική Αραβία και από τη Ρωσία και από τις δυο μαζί.
Και μετά ήρθε ο ιός και το σταδιακό κλείσιμο της στρόφιγγας της οικονομίας σε όλο τον κόσμο. Πρώτα στην Κίνα, τη μεγαλύτερη αγορά πετρελαίου παγκοσμίως (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2020), από το Μάρτιο σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με καθυστέρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Βρετανία και πλέον παντού. Λογικό αποτέλεσμα: η ζήτηση πετρελαίου αντί να αυξηθεί, όπως υπολόγιζαν και ο ΟΠΕΚ+ και οι ΗΠΑ -το 2020 είχε ξεκινήσει με πολύ καλές προοπτικές για την παγκόσμια οικονομία…- κατακρημνίστηκε: για όλο το πρώτο τετράμηνο της χρονιάς, που περιέχει και δύο μήνες «εκτός πανδημίας», η ζήτηση διαμορφώθηκε στο πρωτόγνωρο επίπεδο των 6 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα (θυμηθείτε: μόνο οι ΗΠΑ παρήγαγαν 13 εκατομμύρια). Από τον Απρίλιο, με τη γενίκευση του οικονομικού lockdown, η μείωση της ζήτησης σε σχέση με την προ πανδημίας περίοδο ήταν της τάξης του 20% ή περίπου 20 εκατομμύρια βαρέλια λιγότερα τη μέρα -και συνεχίζει, τώρα που μιλάμε, να πέφτει.
Αυτή η πρωτοφανής πτώση, αλλαγή παραδείγματος στην ουσία, προκάλεσε την πρώτη εχθροπραξία, μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας, εντός του ήδη εύθραυστου ΟΠΕΚ+. Τα σημεία εκκίνησης των δυο χωρών, οικονομικά και στρατηγικά, ήταν εξαρχής πολύ διαφορετικά, αλλά τις κρατούσε ενωμένες η υψηλή ζήτηση: ο ρωσικός προϋπολογισμός βασιζόταν στη σχετικά χαμηλή τιμή των 40-42 δολαρίων το βαρέλι, ενώ οι Σαουδάραβες υπολόγιζαν, και χρειάζονταν, περίπου το διπλό. Μόλις φάνηκαν οι συνέπειες της πανδημίας, η Σαουδική Αραβία ήθελε μεγάλη μείωση της παραγωγής για να κρατηθεί κάπως η τιμή, η δε Ρωσία, προφασιζόμενη την αβεβαιότητα της κατάστασης, που βεβαίως τη βόλευε, ζήτησε να μείνει η συμφωνία για τις τιμές όπως είχε, τουλάχιστον ως τον Ιούνιο και να επαναξιολογηθεί τότε.
Και οι δύο χώρες ήταν ανυποχώρητες, οι υπόλοιπες του ΟΠΕΚ αδύναμες: η σύγκρουση κατάληξε σε διάλυση της συμφωνίας, και της εσωτερικής ειρήνης. Η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε ότι, αφού δεν μπορεί να γίνει δεκτή η μείωση της παραγωγής από όλους, εκείνη θα παρήγαγε όσο περισσότερο μπορούσε (από 10 περίπου εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα έφτασε στα 12,5) για να πλήξει τον ανταγωνισμό. Το ίδιο έκανε και η Ρωσία, αν και οι δυνατότητες παραγωγής της είναι πολύ μικρότερες (300 με 400.000 βαρέλια τη μέρα). Τα βαρέλια ξεχείλισαν από πετρέλαιο, ενώ ο κόσμος ζητούσε όλο και λιγότερο.
Enter the United States, με τον άνθρωπο που εκτελεί χρέη Προέδρου να «παίρνει την κατάσταση στα χέρια του», δηλαδή να διαλύει τα πάντα. Η εξόρυξη πετρελαίου στις ΗΠΑ είναι πολύ ακριβότερη, ιδίως για το «τεχνολογικά προηγμένο» shale, το ίδιο και η λειτουργία των διυλιστηρίων, το ίδιο και η αποθήκευση. Από μια, αρκετά υψηλή, τιμή και κάτω οι εταιρίες χάνουν χρήματα, άρα αναγκάζονται να παράγουν λιγότερο, άρα χάνουν μερίδιο στην παγκόσμια αγορά, ιδίως όταν οι ανταγωνιστές τους έχουν ανοίξει τις κάνουλες στο φουλ.
Αν συνεχίσει η μείωση της παραγωγής με το σημερινό ρυθμό, στο τέλος της φετινής χρονιάς οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να είναι ένας μεγάλος παραγωγός αλλά θα βρεθούν πολύ πίσω από τη Σαουδική Αραβία, ακόμα και από τη Ρωσία. Το χτύπημα για την αμερικανική οικονομία θα είναι μεγάλο και μπορεί να χαθούν έως και 2,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Το πετρελαϊκό λόμπι είναι πανίσχυρο, η ρύθμιση της τιμής του αμερικανικού αργού ανήκει στην «Επιτροπή Σιδηροδρόμων του Τέξας», η οποία, παρά το όνομά της, ασχολείται με πετρέλαιο και έχει εξουσία σε ολόκληρη την Αμερική, το Κογκρέσο φωνάζει, ο Πρόεδρος κάτι πρέπει να κάνει. Ο συγκεκριμένος Πρόεδρος (νομίζει ότι) είναι καλός στο να «κάνει deals», θα κάνει λοιπόν ένα deal με τον ΟΠΕΚ+.
Στις 12 Απριλίου, αφού ο Τραμπ έχει μιλήσει με τον Μπιν Σαλμάν και με τον Πούτιν, κι αφού έχει τουιτάρει για το πόσο καλά τα κατάφερε, πριν καταφέρει οτιδήποτε, και χωρίς να έχει καταλάβει τι είναι αυτό που μπορεί να καταφέρει, τα μέλη του ΟΠΕΚ+ συμφωνούν σε μείωση της παραγωγής, από 1ης Μαΐου, κατά 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Το Μεξικό, ελέω Τραμπ, που κατά τα άλλα ήθελε να χτίσει τείχος στα σύνορά του, τυγχάνει ειδικής μεταχείρισης, αφού ο ΟΠΕΚ+ τελικά δέχεται να μειώσει την παραγωγή στο ένα τέταρτο (100.000 βαρέλια την ημέρα) από όσο αρχικά ζητούσε. Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων καλούνται και άλλες μεγάλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες -Καναδάς, Βραζιλία, Νορβηγία- που δεσμεύονται να μειώσουν και αυτές την παραγωγή κατά άλλα 10 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μείωση της ιστορίας, διπλή από εκείνη που είχε συμφωνηθεί στο ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008-2010. Το βαρέλι, που είχε πέσει σε χαμηλά εικοσαετίας, στα 23 δολάρια, ανεβαίνει λίγο, στα 31 και ως τα 35 δολάρια το βαρέλι, αλλά οι ειδικοί μιλούν, ήδη, για παροδική ανακούφιση και αναρωτιούνται αν οι αγορές θα πειστούν.
Οι αγορές δεν πείστηκαν -εδώ βρισκόμαστε σήμερα. Με σημείο αιχμής, και ιστορικής καμπής, την πτώση του αμερικανικού πετρελαίου, στις 20 Απριλίου, σε αρνητικά επίπεδα: οι παραγωγοί πληρώνουν τους αγοραστές για να τους πουλήσουν. Και ο διεθνής δείκτης πετρελαίου, το Brent, χωρίς να φτάσει σε αρνητικά επίπεδα, υποχωρεί κατά 30% και φτάνει στα 16 δολάρια το βαρέλι. Για να έχουμε ένα μέτρο του τι σημαίνει αυτό: το 60% της οικονομίας της Σαουδικής Αραβίας και το 85% του Ιράκ στηρίζεται στο πετρέλαιο, και, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καμιά πετρελαιοπαραγωγική χώρα δεν μπορεί να «βγει» με τιμή βαρελιού κάτω από τα 40 δολάρια, οι χώρες της Μέσης Ανατολής χρειάζονται τουλάχιστον 60, οι ΗΠΑ 100, η Αλγερία 160 και το Ιράν 390.
Η μείωση των 20 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα αποδεικνύεται ότι δεν φτάνει για να συγκρατήσει την τιμή -πριν από την πανδημία 100 εκατομμύρια βαρέλια παράγονταν την ημέρα, σήμερα δεν χρειάζονται περισσότερα από 70 (ξαναθυμηθείτε: πριν από την κρίση, μόνο οι ΗΠΑ παρήγαγαν 13 εκατομμύρια βαρέλια και η Σαουδική Αραβία άλλα 10). Οι αποθηκευτικοί χώροι, επίγειοι και πλωτοί, φρακάρουν. Ολόκληρες χώρες και μια τεράστια παγκόσμια αγορά κινδυνεύουν με καταστροφή. Οι συνέπειες δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά και γεωπολιτικές και οι αβεβαιότητες -πού θα πάει η τιμή, πώς θα εξελιχθούν οι σχέσεις εντός του ΟΠΕΚ+, ποιες χώρες κινδυνεύουν με χρεοκοπία, τι μπορεί να περιμένει κανείς από τον Τραμπ όσο θα πλησιάζουν οι εκλογές του Νοεμβρίου- θα συνεχιστούν και μετά την πιθανή μετάβαση σε ηπιότερη φάση της πανδημίας. Θα καλύψουν, και θα σφραγίσουν, την πορεία του κόσμου και αυτήν και την επόμενη χρονιά.
- Στο επόμενο: οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες
πηγή: economico.gr