Ετοιμαστείτε για μια δύσκολη χρονιά...

H διάρκεια των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, η φύση και το μέγεθος των μέτρων δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης και οι πιο μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών μετά την κρίση, θα κρίνουν την πορεία της οικονομία ςτο 2020, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών της Eurobank. Και αυτοί οι παράγοντες δεν είναι εύκολο να εκτιμηθούν.

Αυτό που μπορεί να εκτιμηθεί – σύμφωνα με την μελέτη της Eurobank– είναι η ευαισθησία της μακροοικονομίας σε διαφορετικές συνθήκες. Συνολικά, η Ελλάδα αναμένεται να είναι:

  • Πιο ευάλωτη από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ στην διαταραχή ζήτησης και προσφοράς που συνιστά η κρίση του Covid19 και αυτό κυρίως γιατί το ΑΕΠ της χώρας έχει μεγαλύτερη έκθεση στον τουρισμό και τις μεταφορές, στο μεγαλύτερο μερίδιο πολύ μικρών επιχειρήσεων και αυτο-απασχολούμενων, στο εργατικό δυναμικό και τη χαμηλότερη διείσδυση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (παρά τα άλματα των τελευταίων εβδομάδων).

Στους παράγοντες αυτούς πρέπει να προστεθούν οι πιθανές διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού της μεταποίησης, το σοκ στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επενδυτών, και η ύφεση στους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της χώρας.

Το “καλό” και το “κακό” σενάριο της Eurobank

Σύμφωνα με την ανάλυση της Eurobank, δύο μπορεί να ληφθούν υπόψιν:

  • Το ήπιο σενάριο, που υποθέτει την άρση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης τον Μάιο (τόσο στην Ελλάδα όσο και στους μεγάλους εμπορικούς εταίρους της), χωρίς επανάληψή τους αργότερα μέσα στο έτος, χωρίς δομική αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών μετά την κρίση, και δημοσιονομικά μέτρα στήριξης 6,8 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ υπολογίζεται σε -6,7%. Σταδιακή ανάκαμψη αναμένεται από το 2021 και μετά
  • Το πιο δυσμενές σενάριο, που υποθέτει πιο εκτεταμένη εφαρμογή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (ή επανάκαμψη της επιδημίας από το φθινόπωρο και μετά και σποραδική επανενεργοποίηση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης), αλλαγή στη συμπεριφορά των καταναλωτών και των επενδυτών μετά την κρίση και μέτρα δημοσιονομικής στήριξης ύψους 10 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, η πραγματική συρρίκνωση του ΑΕΠ υπολογίζεται σε -10,6%.

Δυσμενή όλα τα στοιχεία για την οικονομία, τόσο στο “καλό”, όσο και στο “κακό” σενάριο, από τους αναλυτές της Eurobank

Και τα δύο σενάρια συνεπάγονται απότομη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, εξαγωγών και επενδύσεων, σημαντική αύξηση της ανεργίας (20,9% στο ήπιο σενάριο, 22,8% στο δυσμενές, από 17,3% το 2019) και αποπληθωριστικές πιέσεις, πιέσεις στην κτηματαγορά και στα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια.

Στο δημοσιονομικό πεδίο, το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2019 εκτιμάται στο 4,0% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας παρά τα μέτρα επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια του έτους. Σε ό,τι αφορά το 2020, το πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα για πρώτη φορά από το 2013 εξαιτίας της πανδημίας του ιού COVID19.

Σύμφωνα με τις αποφάσεις του Eurogroup της 4ης Μαρτίου 2020, μια προσωρινή απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους εξαιτίας εξωγενών παραγόντων όπως η πανδημία δεν θα επηρεάσει αρνητικά την πορεία δημοσιονομικής σύγκλισης της χώρας.

Με την υπόθεση ότι η δημοσιονομική στήριξη θα παραμείνει στα 6.8 δισ. και ότι η οικονομία θα αρχίσει να επανέρχεται σε ρυθμούς κανονικότητας από τα μέσα Μαΐου 2020, καταγράφονται τρία σενάρια εξέλιξης του πρωτογενούς ισοζυγίου με βάση την απόκλιση των εσόδων από τον στόχο του Προϋπολογισμού 2020:

  • Το πρωτογενές ισοζύγιο (έλλειμμα) για το 2020 αναμένεται στο -0,3% του ΑΕΠ με την υπόθεση της μηδενικής επίπτωσης στα έσοδα ενώ αυξάνεται στο -2,9% και στο -7,5% του ΑΕΠ αν η υπόθεση για τα έσοδα οριστεί στο -10% και στο -25% αντίστοιχα.

Το δημόσιο χρέος για το 2019 εκτιμάται στο 176,6% του ΑΕΠ.

Με 176,6% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος είναι το μεγαλύτερο στην ΕΕ. Ωστόσο,  η μέση ωρίμανσή  του ανέρχεται στα 21 έτη, η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση των τόκων του χρέους ως ποσοστό των συνολικών εσόδων της γενικής κυβέρνησης έχουν μειωθεί από 11.02% το 2012 σε 6.2% το 2019, στο ίδιο επίπεδο με την περιφέρεια της ευρωζώνης. Σύμφωνα με την ανάλυση βιωσιμότητας που παραθέτουμε στην μελέτη, πριν από την εκδήλωση της πανδημίας το δημόσιο χρέος αναμενόταν να μειωθεί στο 169,3% του ΑΕΠ το 2020, κάτω του 100% το 2043 και στο 74,1% το 2070.
Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους αναμένονταν στο 7,0% του ΑΕΠ το 2020 και κάτω του ορίου βιωσιμότητας του 15% του ΑΕΠ για όλη την περίοδο μέχρι το 2070, με μέσο όρο στο 9,8% του ΑΕΠ.
Η εκδήλωση της πανδημίας ακυρώνει την παραπάνω πορεία του χρέους. Με τις υποθέσεις:
  • της επίτευξης πρωτογενούς ελλείμματος στο -7,5% του ΑΕΠ το 2020,
  • της δημοσιονομικής στήριξης 6,8 δις, και
  • της μη χρήσης του ταμειακού αποθέματος της γενικής κυβέρνησης,
το δημόσιο χρέος αναμένεται να αυξηθεί στο 195,3% του ΑΕΠ το 2020 και οι δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους στο 19,4% του ΑΕΠ. Το 2070 το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 85,8% του ΑΕΠ. Οι δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους αναμένονται στο 11,8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για την περίοδο 2020-2070. Η χρήση του ταμειακού αποθέματος για την χρηματοδότηση της δημοσιονομικής στήριξης θα βελτιώσει την πορεία του χρέους βραχυπρόθεσμα αλλά θα έχει επίπτωση στην μακροχρόνια βιωσιμότητά του.

Τέλος, η βιωσιμότητα του χρέους απαιτεί και τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων τα επόμενα χρόνια, καθώς και την αποφυγή αναστροφής των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη εφαρμοστεί μεταξύ 2010-2019.

Πηγή: Economico.gr