Οικονομία: Πόθεν η Ανάσταση; (Πού βρισκόμαστε, Τι περιμένουμε, Τι πρέπει να αποφευχθεί, Ποιος είναι ο δρόμος)

του Κώστα Μποτόπουλου*

Μέρες που είναι, το ερώτημα που έρχεται στο μυαλό όλων μας, και στο πεδίο της οικονομίας, είναι ένα: Πόθεν η Ανάσταση;

Πού βρισκόμαστε;

Η επίπτωση της πανδημίας στην παγκόσμια οικονομία είναι πια αρκετά καθαρή και δεν υπάρχει λόγος, από αυτή τη στήλη τουλάχιστον, για ωραιοποίηση: πρόκειται για ένα γενικευμένο χτύπημα και στην προσφορά και στη ζήτηση, και στις δομές και στην ψυχολογία, και στην πραγματική και στην οιονεί (virtual) οικονομία.

Το από εξωτερικό αίτιο, δηλαδή όχι οφειλόμενο σε ανθρώπινες ενέργειες και αποφάσεις, σταμάτημα της οικονομικής δραστηριότητας σε κάθε περιοχή του πλανήτη προκαλεί ήδη μια ύφεση μεγαλύτερη και βαθύτερη από τα δύο μεγάλα κραχ της τελευταίας εκατονταετίας, εκείνα που ξέσπασαν τον Οκτώβριο του 1929 και το Σεπτέμβριο του 2008 και κράτησαν, και στις δυο περιπτώσεις, τουλάχιστον μια τετραετία.

Για τους μήνες Απρίλιο έως Ιούνιο του 2020 η πτώση θα είναι διεθνώς της τάξης του 30%, ενώ στο τέλος της χρονιάς πολύ δύσκολα θα είναι μικρότερη από 8 με 10%, με εθνικές διαφοροποιήσεις προς το λίγο καλύτερο (πχ Γερμανία, χώρες Ευρωπαϊκού Βορρά, Αυστραλία) ή το χειρότερο (αδύναμες ευρωπαϊκές οικονομίες, αν αφεθούν στη μοίρα τους, χώρες Λατινικής Αμερικής, ίσως και ΗΠΑ). Σε αυτό πρέπει να προστεθούν μια πτώση των χρηματιστηρίων κατά 30%  (στην Ελλάδα 40%) και του πετρελαίου κατά 40%, καθώς και μια σχεδόν πλήρης αναστολή δραστηριοτήτων σε κλάδους όπως η ναυτιλία, ο τουρισμός, οι αερομεταφορές, η εστίαση και η διασκέδαση.

Η εικόνα συμπληρώνεται από πρωτοφανή μέτρα τόνωσης της ρευστότητας εκ μέρους κυβερνήσεων, διεθνών οργανισμών, κεντρικών τραπεζών -και πάλι ασυγκρίτως ισχυρότερα από τα αντίστοιχα των δυο κραχ. Από έλλειψη συντονισμένης διεθνούς δράσης, κυρίως λόγω ανεπάρκειας ηγεσίας αλλά και παρωχημένου των υφιστάμενων δομών (G-20, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, «οικονομική διακυβέρνηση» στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Καθώς και από πρωτοφανή κατάληψη της θέσης του αδύναμου κρίκου από τις ΗΠΑ, λόγω αυτοκτονικής, για την ίδια αλλά και για όλο τον πλανήτη, άσκησης της εξουσίας από τον Προέδρο της, αλλά και δομικών χαρακτηριστικών της αμερικανικής οικονομίας: σημασία εξαγωγών, στήριξη στην, έστω όχι καλά πληρωμένη, εργασία και στην, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, κατανάλωση, μεγαλύτερη σημασία κεφαλαιαγορών από ό,τι τραπεζών, έλλειψη κράτους πρόνοιας και δικτύου υποστήριξης της ανεργίας και της φτώχειας. Το ότι οι Αγορές δεν ηρέμησαν με το «σταθεροποιητικό πακέτο» των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, το μεγαλύτερο της Ιστορίας, ούτε με την υπενθύμιση ότι η Ομοσπονδία Τράπεζα μπορεί να «κόβει χρήμα» χωρίς όρια, ούτε με την αμερικανοκίνητη συμφωνία για τον περιορισμό παραγωγής πετρελαίου, τα λέει όλα.

Τι περιμένουμε;

Με αυτά τα δεδομένα, βασικός παράγοντας αποδεικνύεται ο χρόνος, που θα επηρεάσει και το «σχήμα» της ύφεσης. Το V -μεγάλη πτώση ακολουθούμενη από ταχεία κι εξίσου μεγάλη ανάκαμψη- μάλλον πρέπει ήδη να το ξεχάσουμε. Αν η κατάσταση παραμείνει όπως είναι, και σε αριθμούς και σε κατεύθυνση, πέρα από το τέλος της άνοιξης, τότε μάλλον θα καταστεί αδύνατο και το U -πιο σταδιακή αλλά σχεδόν πλήρης ανάκαμψη.

Ένας διόλου απίθανος συνδυασμός κακών εξελίξεων -παράταση των περιοριστικών μέτρων και της αβεβαιότητας, πρόωρη επιρροή των αμερικανικών προεδρικών εκλογών με νέες κινήσεις απομόνωσης και εχθροπάθειας από τον Τραμπ, μαζικοποίηση χρεοκοπιών κι ανεργίας, ξεπέρασμα του ορίου από ορισμένα κράτη (Βενεζουέλα, Ιράν, Τουρκία, ίσως και Ινδία είναι οι πρώτοι κρίσιμοι υποψήφιοι)- μπορεί να οδηγήσει στο καταστροφικό L, τη βαθιά πτώση και διατήρηση της, που, από την πρώτη σχεδόν στιγμή, «προέβλεψε» η Κασσάνδρα-Ρουμπινί.

Τι πρέπει να αποφευχθεί;

Και πάλι η άντληση μαθημάτων από τα δύο μεγάλα κραχ είναι πολύ διδακτική. Το 1929 ο φαύλος κύκλος άρχισε από τη Wall Street, το 2008 από την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να μη σώσει τη Lehman. Και στις δυο περιπτώσεις, παρότι στην πρώτη, θεωρητικά, η οικονομία ήταν «μη παγκοσμιοποιημένη», το καταστροφικό ελατήριο εκτινάχθηκε από την αμερικανική σε όλες τις οικονομίες και εκτυλίχτηκε με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες αιχμές: σε κοινωνικό επίπεδο την ανεργία (30 εκατομμύρια άνθρωποι είχαν βγει εκτός παραγωγικού ιστού το 1932, 30% στην Ελλάδα του 2012), σε οικονομικό τη δυσκολία να «πάρει μπρος η μηχανή» και τη διαιώνιση της ύφεσης, σε πολιτικό την αμφισβήτηση του συστήματος και την ενίσχυση των βίαιων άκρων (φασισμού/ναζισμού, λαϊκιστών στην εξουσία ή διεκδικητών της).

Υπό τη σημερινή πλήρη αλληλεξάρτηση των οικονομιών, οι δυο μεγάλοι κίνδυνοι είναι η στροφή σε «εθνικές λύσεις»/οικονομικό απομονωτισμό και η πρόκριση, έστω σε δεύτερο χρόνο, της λιτότητας/απο-επένδυσης, στη λογική «εξοικονομείστε για να σωθεί ό,τι μπορεί να σωθεί». Η πρώτη, με την οποία φλερτάρουν οι ΗΠΑ, θα οδηγούσε σε περαιτέρω κατακερματισμό, άρα μεγαλύτερη διάρκεια της ύφεσης και βαθύτερη αδυναμία δομικής ανάκαμψης. Η δεύτερη, που παραμένει πιθανή στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρά την τεχνητή και ασθμαίνουσα συμφωνία κορυφής του Συμβουλίου (βλ. άρθρο περασμένου Σαββάτου), θα αφαιρούσε το τελευταίο οξυγόνο από τις οικονομίες, θα τις έπνιγε στο όνομα ενός δόγματος ή μιας κακώς νοούμενης «σωτηρίας». Ένας τρίτος, παράπλευρος σε σχέση με την οικονομία αλλά θανάσιμος για τις εν γένει εξελίξεις, κίνδυνος, το γλίστρημα στο αυταρχισμό στο όνομα της υπέρβασης της κρίσης, έχει ρίζες στην Κίνα και πλοκάμια σε όλες τις αυταρχικές ή ημι-αυταρχικές «δημοκρατίες» και θα αντιμετωπιστεί πολύ πιο αποτελεσματικά εάν αποφευχθούν οι δύο πρώτοι.

Ποιος είναι ο δρόμος;

Από τη συναίσθηση των προβλημάτων πηγάζουν και οι μόνες «λύσεις» που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανάκαμψη, παρότι δεν θα φανούν ως τέτοιες εξαρχής και δεν θα δώσουν αποτελέσματα αμέσως. Τούτη τη στιγμή δεν έχει νόημα να ασχοληθούμε με το αβέβαιο «πότε» αλλά με το κρίσιμο «από πού» και να αρχίσουμε (έπρεπε ήδη να έχουμε αρχίσει) να το προετοιμάζουμε.

Τα βασικά βήματα που οδηγούν στο σωστό μονοπάτι είναι σαφή και γνωστά, ακόμα και από εκείνους που, για λόγους συμφέροντος ή φανατισμού, τα αντιμάχονται.

Διατήρηση της στρόφιγγας της ρευστότητας ανοιχτής, όχι μόνο μέσω «κρατικών» ενέσεων, όπως αυτές που παρέχουν το αμερικανικό, το ευρωπαϊκό και τα διάφορα εθνικά «πακέτα», αλλά και μέσω ευρύτερων σχεδίων δράσης, όπως «ομολόγων για την ανάπτυξη», συντονισμένης τόνωσης της τραπεζικής επάρκειας και της επιβίωσης των κεφαλαιαγορών, εμβάθυνσης και όχι συρρίκνωσης ενός παγκόσμιου «Green Deal», ενίσχυσης, χωρίς τιμωρητικούς μηχανισμούς, των πιο αδύναμων οικονομιών.

Αποφυγή, όσο είναι δυνατόν, της μαζικοποίησης της ανεργίας, μέσω εγγυήσεων αλλά και κινήτρων, από τα κράτη αλλά και από τις επιχειρήσεις, με χρήση της «ευελιξίας» στην καλύτερη/εγγυητική (πχ διατήρηση της εργασιακής σχέσης με αναστολή και μειωμένο μισθό) και όχι στη πιο άγρια/αγοραία (μαζικές απολύσεις και, αργότερα, μαζικές προσλήψεις με χειρότερους όρους) μορφή της.

Ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, μέσω των υπαρχόντων μηχανισμών αλλά και με ανάπτυξη νέων διαύλων, με συμμετοχή όχι μόνο των παραδοσιακών δυνάμεων αλλά και της Κίνας, όχι μόνο πολιτικών ηγεσιών, συχνά ξεπερασμένων από τα γεγονότα, αλλά και ειδικών περί την οικονομία και την ανάπτυξη.

Και φυσικά, βάση για όλα τα παραπάνω αλλά ίσως πιο αβέβαιη εξέλιξη, παραμερισμός, όπου γίνονται εκλογές αλλά και με συσπείρωση κοινοβουλευτικών δυνάμεων, των προσώπων και των δυνάμεων εκείνων που, από θέση εξουσίας ή επιρροής επί της εξουσίας, σπρώχνουν προς εθνικιστικές, μικρόψυχες, μη στηριγμένες στην πραγματικότητα, και, στη χειρότερη αλλά διόλου σπάνια περίπτωση, αυταρχικές επιλογές. Με πρώτον, φυσικά, το σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου: αν το τέλος της άνοιξης είναι το όριο για να δούμε πού πάει η παγκόσμια οικονομία, ο Νοέμβριος είναι η στιγμή που θα φανεί τι θα αποφασίσει για τον εαυτό της η ανθρωπότητα.

  • Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Ευρωβουλευτής και πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Σύμβουλος Διοίκησης στην Τράπεζα της Ελλάδας και εταίρος στη δικηγορική εταιρία «Λαμπαδάριος και Συνεργάτες». Τα σχόλιά του στο economico.gr δημοσιεύονται κάθε Σάββατο