ΔΕΗ: Αυξήσεις στο ηλεκτρικό, προ των πυλών

«Καταλαβαίνω την κυβέρνηση, τόσο την προηγούμενη όσο και την παρούσα που δεν θέλουν να μετακυλιστεί η αύξηση του κόστους στους καταναλωτές. Αν είχε γίνει αυτό στο τέταρτο τρίμηνο του 2018, η ΔΕΗ θα μπορούσε να εκδώσει ομολογιακό δάνειο με ικανοποιητικούς όρους» δήλωσε σήμερα, στο συνέδριο του Economist o αντιπρόεδρος της ΔΕΗ Γιώργος Ανδριώτης ο οποίος ουσιαστικά έθεσε χήτημα αναπροσαρμογής

«Η αύξηση του κόστους για τα δικαιώματα εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα και για το φυσικό αέριο δεν καλύπτεται από τα τιμολόγια και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ», πρόσθεσε ο κ. Ανδριώτης.

Από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής Ηλεκτροπαραγωγής της Μυτιληναίος Ντίνος Μπενρουμπή ανέφερε ότι αν μια επιχείρηση χάνει χρήματα, θα πρέπει να προχωρήσει σε αύξηση των εσόδων και μείωση των εξόδων.

«Δεν υπάρχουν, τόνισε, ανώδυνες λύσεις. Τουλάχιστον δεν μπορεί να γίνονται υπερβολικές εκπτώσεις. Δεν ξέρω πώς θα διαχειριστεί η ΔΕΗ το 10% της έκπτωσης για τους συνεπείς πελάτες, χρειάζεται όμως κοστοστρέφεια». Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν μπορεί κανείς να ανταγωνιστεί μία ζημιογόνα επιχείρηση, ενώ πρόσθεσε πως είναι αντιοικονομικό να παραμένουν σε λειτουργία λιγνιτικές μονάδες που έπρεπε να έχουν κλείσει, κρατώντας εκτός μονάδες φυσικού αερίου. Όπως σημείωσε, δεν έχουμε ανοιχτή αγορά και το εργαλείο των δημοπρασιών λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής παραγωγής της ΔΕΗ (ΝΟΜΕ) έφθασε στο τέλος του καθώς στη σημερινή δημοπρασία έμειναν αδιάθετα τα 200 από τα 700 μεγαβάτ.

«Δεν καταρρέει»

Πάντως τόσο ο κ. Ανδριώτης όσο και ο κ. Μπενρουμπή σημείωσαν ότι η ΔΕΗ δεν καταρρέει, με τον αντιπρόεδρο της επιχείρησης να επισημαίνει πως από το 2015 το χρέος της ΔΕΗ έχει μειωθεί κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ, ενώ οι επενδύσεις πέρσι ήταν 750 εκατομμύρια και φέτος θα διαμορφωθούν σε 790 εκατ. ευρώ. Αναφερόμενος δε στον διαγωνισμό για την πώληση λιγνιτικών μονάδων που δεν προσέλκυσε ενδιαφέρον επενδυτών, είπε ότι αυτό συνέβη λόγω πολιτικής συγκυρίας ενώ υποστήριξε ότι ένα παραγωγικό μείγμα μαζί με υδροηλεκτρικά θα μηδενίσει την αξία των λιγνιτικών μονάδων και θα περιορίσει τον ανταγωνισμό.