Από τότε που εκδηλώθηκε η οικονομική κρίση μέχρι σήμερα και με ιδιαίτερη ένταση τις τελευταίες ημέρες, ο δημόσιος διάλογος για τα κόκκινα δάνεια εστιάστηκε στο πώς θα προστατευθούν οι δανειολήπτες που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους –κυρίως όσοι έχουν πάρει στεγαστικό– καθώς και στις επιπτώσεις που έχει ο μεγάλος όγκος τέτοιων δανείων και η διαχείρισή τους στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
του Βασίλη Ζήρα*
Είναι προφανές πως η αντιμετώπιση του προβλήματος έχει κοινωνική σημασία, αλλά και οικονομική λογική, έστω κι αν οι τρόποι που επέλεξαν οι κυβερνήσεις δείχνουν ότι, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, αξιολόγησαν το πολιτικό κόστος. Ολα τα ευρωπαϊκά κράτη παρέχουν στήριξη σε ανθρώπους που δεν μπορούν να αποπληρώσουν το δάνειό τους. Σε κανένα, ωστόσο, δεν παρέχεται γενναιόδωρη προστασία ακόμη και σε δανειολήπτες που κοκκίνισαν τα δάνειά τους από επιλογή κι όχι από ανάγκη.
Σε κάθε περίπτωση, ο δημόσιος διάλογος, οι πολιτικές πρωτοβουλίες και η δραστηριότητα των τραπεζών εστιάζουν μόνο στους μισούς δανειολήπτες. Με τους άλλους μισούς, αυτούς που πληρώνουν κανονικά τα δάνειά τους, δεν ασχολείται κανένας. Το χαρτοφυλάκιο δανείων των ελληνικών τραπεζών ανέρχεται περίπου σε 160 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 80 δισ. είναι κόκκινα και τα άλλα 80 δισ. είναι εξυπηρετούμενα.
Οι μισοί, συνεπείς, δανειολήπτες:
• Πληρώνουν υψηλότερους τόκους για το δάνειό τους, επειδή το κόστος χρήματος στην Ελλάδα είναι υψηλότερο λόγω της ασυνέπειας –ακούσιας ή εκούσιας– των άλλων μισών. Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, το κόστος χρήματος θα ήταν χαμηλότερο κατά 0,75 έως 1,25 ποσοστιαίες μονάδες, εάν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του συνολικού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών ήταν στον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρωζώνης. Εάν το επιτόκιο δανεισμού ήταν κατά 75 μονάδες βάσης χαμηλότερο, θα γλίτωναν, στα 80 δισ. δανείων, 600 εκατ. ευρώ τόκων ετησίως.
• Δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση. Οσα περισσότερα κεφάλαια δεσμεύονται σε προβλέψεις για τα κόκκινα δάνεια, τόσο λιγότερα περισσεύουν για χορηγήσεις.
• Επιβαρύνονται οι συνεπείς επιχειρήσεις από τις στρεβλώσεις που προκαλούν οι ρυθμίσεις δανείων υπερχρεωμένων εταιρειών. Οι τράπεζες σε πολλές περιπτώσεις, προκειμένου να μην κλείσει μια επιχείρηση που έχουν δανειοδοτήσει και χάσουν το σύνολο του οφειλόμενου κεφαλαίου, «κουρεύουν» ένα μέρος του, ρυθμίζουν το υπόλοιπο, ενίοτε δίνουν και νέα κεφάλαια με ευνοϊκούς όρους. Ετσι, συχνά, μια συνεπής επιχείρηση βρίσκεται δανειοδοτημένη με χειρότερους όρους από μια ομοειδή ασυνεπή, έχοντας πλέον ανταγωνιστικό μειονέκτημα.
Οι συνεπείς δανειολήπτες, που συχνά είναι συνεπείς και ως φορολογούμενοι, με την τελευταία ιδιότητά τους αναλαμβάνουν το βάρος του χρέους για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Πέραν της κοινωνικής διάστασης, η προστασία των δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και η διάσωση βιώσιμων επιχειρήσεων έχουν οικονομική λογική. Με μια σωστή ρύθμιση, τα δάνειά τους θα αρχίσουν να εξυπηρετούνται και πάλι, θα διασωθούν περιουσίες και θέσεις εργασίας. Αλλά και η προστασία των συνεπών από τις επιπτώσεις της ασυνέπειας των άλλων έχει, πέραν της ηθικής διάστασης, και αυτή οικονομική λογική. Αυτοί κράτησαν και κρατούν όρθια τη χώρα και τις τράπεζες.
O αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γ. Δραγασάκης προσπάθησε να πει πως θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με την προστασία της πρώτης κατοικίας των μισών δανειοληπτών, γιατί μια γενναιόδωρη προστασία θα επιβαρύνει εντέλει τις τράπεζες και όλους τους υπόλοιπους. Η αυτονόητη επισήμανσή του προκάλεσε ακατανόητες αντιδράσεις. Ή απολύτως κατανοητές, υπό το πρίσμα της στενόμυαλης μικροπολιτικής σκοπιμότητας.
*Αναδημοσίευση- Έντυπη Καθημερινή