Με αιφνιδιαστική απόφαση η ΕΚΤ «σφίγγει» τον κλοιό της ρευστότητας ώρες πριν την συνάντηση Βαρουφάκη - Σόιμπλε
Με μια αιφνιδιαστική απόφαση, αργά το βράδυ της Τετάρτης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έθεσε, με μάλλον ωμό και σκληρό τρόπο, τους δικούς της όρους διαπραγμάτευσης υποσκάπτοντας σημαντικά το σχετικά θετικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί στις συναντήσεις που προηγήθηκαν των κ.κ. Τσίπρα και Βαρουφάκη την Τετάρτη και καλλιεργώντας μια ιδιαίτερα πιεστική ατμόσφαιρα, ενόψει τις κρίσιμης συνάντησης του Γιάνη Βαρουφάκη με τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Όπως ανακοινώθηκε η ΕΚΤ αίρει «την παραίτηση (waiver) που επηρεάζει τα χρεόγραφα που εκδίδονται ή εγγυώνται πλήρως από την Ελληνική Δημοκρατία. Η παραίτηση επέτρεπε στα εν λόγω χρεόγραφα να χρησιμοποιούνται στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, παρά το γεγονός ότι δεν εκπληρώνουν τις ελάχιστες προϋποθέσεις πιστοληπτικής αξιολόγησης. Τα χρεόγραφα θα παύσουν να είναι επιλέξιμα ως ενέχυρα από τις 11 Φεβρουαρίου».
Με απλά λόγια η ΕΚΤ ουσιαστικά «σφίγγει» απίστευτα το δαχτυλίδι της ρευστότητας γύρω από την Ελλάδα και αφήνει τις ελληνικές τράπεζες να χρηματοδοτούνται μόνο δια μέσου του ELA και μόνο για τις επόμενες 15 ημέρες. Ως βασικό επιχείρημά της η ΕΚΤ αναφέρει την αδυναμία «να προεξοφληθεί επιτυχής ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος» της Ελλάδας, θέτοντας ουσιαστικά με ιδιαίτερα πιεστικό τρόπο την αποδοχή εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης την ένταξη σε ένα νέο πρόγραμμα. Θεωρητικώς αυτή η κίνηση αναμενόταν την 1η Μαρτίου, καθώς η παράταση του υφιστάμενου προγράμματος λήγει στις 28 Φεβρουαρίου. Εντούτοις, με την απόφασή της η ΕΚΤ φέρνει την ημερομηνία πιο κοντά στις 11 Φεβρουαρίου, πριν την επόμενο Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ και ασκεί πλέον ασφυκτικές πιέσεις στην Αθήνα. Σημειώνει δε ότι η απόφασή της είναι συμβατή με τους υπάρχοντες κανονισμούς.
Η κίνηση εκτιμάται ως αιφνιδιαστική από αρκετούς αναλυτές καθώς δεν υπήρχε η αίσθηση ότι υπήρξε τέτοιο κλίμα στη συνάντηση του διοικητή της ΕΚΤ με τον Υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη την Τετάρτη το πρωί. Η ατμόσφαιρα μπορεί να μην ήταν ακριβώς θερμή αλλά σύμφωνα με τα όσα μετέδιδε νωρίτερα το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Ντράγκι ζήτησε να υπάρξουν γρήγορες και εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις με τους θεσμικούς εταίρους και υπενθύμισε ότι συνέχιση της παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ προϋποθέτει ύπαρξη προγράμματος.
Μια πρώτη «νύξη» βέβαια είχε γίνει από το δημοσίευμα του Reuters που επικαλούμενο απόρρητο έγγραφο της γερμανικής κυβέρνησης υποστήριζε ότι το Βερολίνο διαμηνύει στην νέα ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει το ταχύτερο τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και να προχωρήσει το πρόγραμμα από εκεί που το άφησαν οι προκάτοχοί της, χωρίς να κάνει βήμα πίσω. Στις διαρροές αυτές το Μαξίμου είχε απαντήσει διαμηνύοντας, δια κύκλων, ότι δεν μπορούν να γίνουν αυτά δεκτά. Συμφωνία ή τέλος χρηματοδότησης ήταν λίγο πολύ και το μήνυμα Σουλτς δια μέσου της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt μετά τη συνάντησή του με τον Α. Τσίπρα στο Κοινοβούλιο.
Με αυτά τα νέα δεδομένα, φτάνει σήμερα Πέμπτη στο Βερολίνο ο Γιάνης Βαρουφάκης προκειμένου να συναντήσει τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και τον Αντικαγκελάριο, όπως όλα δείχνουν, Σίγκμαρ Γκάμπριελ.
Πιο χαμηλοί τόνοι από Ολάντ, Γιούνκερ, Τουσκ
Το ότι δεν μπορεί να είναι η λιτότητα μοναδική λύση για την Ελλάδα ήταν ένα από τα θετικά σημεία της δήλωσης του γάλλου Προέδρου μετά τη συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα στο Παρίσι την Τετάρτη το απόγευμα. Εντούτοις, έσπευσε να συμπλήρωσε ότι υπάρχουν κανόνες και υποχρεώσεις που πρέπει να τηρηθούν όχι μόνο από την Ελλάδα αλλά και από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.
Για εποικοδομητική ειλικρινή συζήτηση με τον έλληνα Πρωθυπουργό έκανε λόγο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ που υποστήριξε ότι είναι ανάγκη να βρεθεί μια κοινά αποδεκτή λύση δια μέσου διαπραγματεύσεων εκτιμώντας ότι αυτές θα είναι δύσκολες.
Αντίθετα, χωρίς δηλώσεις έληξε η συνάντηση Τσίπρα – Γιούνκερ, η οποία, κατά το Μέγαρο Μαξίμου, επίσης κύλησε σε θετικό κλίμα.
Σε όλες τις επαφές ο έλληνας Πρωθυπουργός επανέλαβε το αίτημά του για παροχή χρόνου δια μέσου ενός προγράμματος «γέφυρας» που θα διασφαλίζει μια μεταβατική περίοδο γι να πάρει ανάσα η ελληνική κοινωνία και οικονομία και να διαμορφωθεί από κοινού με τους όλους τους θεσμικούς εταίρους ένα τετραετές πρόγραμμα. Επανέλαβε επίσης ότι η ελληνική κυβέρνηση είναι έτοιμη να προχωρήσει σε συμβιβαστική λύση τονίζοντας ότι δεν έχει στόχο να διαλύσει το υπάρχον πλαίσιο αλλά να το διορθώσει.