Η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handesblatt σε δημοσίευμά της με τίτλο «Καχύποπτες αγορές», σχολίασε ότι η “Εμείς θα βαράμε το νταούλι και θα οι αγορές θα χορεύουν”, αναφερόμενη επίσης στο ότι “η συγκυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ τρίζει”.
Το δημοσίευμα της Handelsblatt ήρθε να προσγειώσει απότομα το Μαξίμου και τη ρητορική του, καθώς υπενθύμισε ότι, σε πείσμα όσων υποστηρίζει το success story του πρωθυπουργού, οι Ευρωπαίοι εταίροι μας και οι αγορές δεν έχουν την ίδια γνώμη. Και δεν την έχουν, γιατί η πραγματική οικονομία παρουσιάζει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες. Γιατί η πορεία ανάπτυξης είναι καχεκτική και υπονομευμένη στα δεσμά των πλεονασμάτων. Και γιατί η διαχείριση από την παρούσα κυβέρνηση κινείται μεταξύ ερασιτεχνισμού και ιδεοληψίας.
Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας υποχωρεί. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το 2018, η Ελλάδα κατέβηκε 4 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη ως προς την ανταγωνιστικότητα καταλαμβάνοντας την 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες.
Η παραγωγικότητα υποχώρησε -1,9% το 2016 και -0.5% το 2017. Η υποχώρηση αυτή παραπέμπει σε μια οικονομία που δεν έχει δυναμισμό, που δεν αξιοποιεί το παραγωγικό της δυναμικό.
Το χρέος των πολιτών προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, ένας χαρακτηριστικός δείκτης οικονομικής δυσπραγίας, συνεχίζει να σωρεύεται έχοντας αυξηθεί κατά 60% από το 2014. Επιπλέον, έχουν πραγματοποιηθεί 4,85 εκατομμύρια κατασχέσεις, σε πάνω από 1,1 εκατομμύρια πολίτες. Την ίδια στιγμή οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου προς τους πολίτες κινούνται μεταξύ 2,5 και 3 δισεκατομμύριων χωρίς να υπάρχουν άμεσα δανειακοί πόροι για να τις καλύψουν.
Οι καταθέσεις των νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι 25 δισεκατομμύρια μικρότερες από το 2015, κάτι που σημαίνει ότι ολοένα και περισσότερο αναλίσκονται αποταμιεύσεις για να αντιμετωπίσουν τις υποχρεώσεις τους οι πολίτες.
Το 62% των πολιτών δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα», ενώ το 82% των νοικοκυριών στη χώρα μας δεν θα καταφέρει να αποταμιεύσει ούτε ένα ευρώ τους επόμενους 12 μήνες.
Η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται και το υπόλοιπο χρηματοδότησης έχει μειωθεί κατά 18% από το 2015.
Οι δημόσιες επενδύσεις, την τελευταία διετία, κάτω από την πίεση της παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων, δεν καλύπτουν καν τις αποσβέσεις, με αποτέλεσμα το απόθεμα δημοσίου κεφαλαίου να μειώνεται.
Σημαντικοί κοινωνικοί δείκτες υποβαθμίζονται. Η χώρα δαπανά πλέον – ως συνέπεια της κρίσης – λιγότερα σε υποδομές παιδείας (2,5% έναντι 10,4% στην ΕΕ-28), υγείας (1,4% έναντι 7,9% στην ΕΕ-28), κοινωνικής προστασίας (1,3% έναντι 2,3% στην ΕΕ-28) και δημόσιας τάξης και ασφάλειας (0% έναντι 3,1% στην ΕΕ-28).Όσον αφορά σε υποδομές αναψυχής, άθλησης, και πολιτισμού, η χώρα μας ξοδεύει σχεδόν τίποτα (0,1%) σε υποδομές πολιτισμού (έναντι 1,9% στην ΕΕ-28) και 2,8% σε υποδομές αναψυχής και άθλησης (έναντι 2,2% στην ΕΕ-28).
Απατηλή διακυβέρνηση. Αντίστοιχα και στους Δείκτες Διακυβέρνησης που επεξεργάζεται η Παγκόσμια Τράπεζα παρατηρούμε επιδείνωση παντού : λογοδοσία, πολιτική σταθερότητα, αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, ελεγκτικοί μηχανισμοί, κράτος δικαίου και έλεγχος διαφθοράς.
Απαξιωμένο Χρηματιστήριο. H δημοσιοποίηση της έκθεσης της Societe Generale, ότι οι τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, (Eurobank, Πειραιώς και Εθνική), αφαιρούνται από τον δείκτη Αναδυόμενων Αγορών (MSCI Emerging Markets),δείχνει ανάγλυφα την εικόνα μαια απαξιωμένης χρηματιστηριακής αγοράς
Που επικεντρώνει η κυβέρνηση
Η κυβέρνηση ωστόσο επικεντρώνει κυρίως στα θετικά δημοσιονομικά αποτελέσματα και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Παραβλέπει έτσι ότι το κόστος αυτών των “επιτυχιών” είναι μια υφεσιακή στασιμότητα για την οικονομία και μια καχεκτική αύξηση του ΑΕΠ. Οι συνθήκες αυτές δεν συνιστούν αναπτυξιακή δυναμική, ιδίως σε μία οικονομία που ανακάμπτει από μια κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία παραμένει βαθιά τραυματισμένη από την περίοδο των μνημονίων και την αποδιάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας, την ίδια ώρα που εξακολουθούν να μην έχουν απαντηθεί τα διαρθρωτικά ερωτήματα που αφορούν το θεσμικό πλαίσιο και την εξασφάλιση σταθερών κανόνων του παιχνιδιού.
Γι’αυτό και οι αγορές είναι επιφυλακτικές.
Από το newsroom του economico.gr