Αναβλήθηκε η έξοδος στις αγορές - Τι φρέναρε την κυβέρνηση - Η νέα ημερομηνία

Δεν έκανε τελικά το μεγάλο βήμα η κυβέρνηση να πραγματοποιήσει έξοδο στις αγορές, παρόλο που η φήμη είχε φουντώσει όλη μέρα χθες.

Κυβερνητική πηγή δήλωσε τελικά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Δεν έχει ληφθεί καμία τέτοια απόφαση. Η ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων και θα αποφασίσει για τον καταλληλότερο χρόνο εξόδου, όχι με βάση τις φημολογίες αλλά με αποκλειστικό κριτήριο τη βέλτιστη διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους».

Σε τι οφείλεται όμως η αναβολή;

Σύμφωνα με τον ΣΚΑΙ, η στρατηγική άλλαξε το βράδυ της Κυριακής εξαιτίας του έντονου προβληματισμού που υπήρξε με τις προσφορές στα επιτόκια από τους ξένους επενδυτές.

Άλλες πληροφορίες αναφέρουν πως ρόλο έπαιξε κι η επίσπευση της συνεδρίασης του ΔΝΤ κατά μία εβδομάδα για το ελληνικό ζήτημα. Αρχικά η συνεδρίαση ήταν προγραμματισμένη για τις 27 Ιουλίου, ωστόσο μεταφέρθηκε για τις 20, δηλαδή μια εβδομάδα νωρίτερα.

Μάλιστα την ίδια μέρα, 20 Ιουλίου συνεδριάζει και το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ενώ μία ημέρα μετά συνεδριάζει ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s.

Η έξοδος στις αγορές πρέπει να γίνει και θα γίνει, απλά ακόμη δεν έχει θα επιλεγεί από την κυβέρνηση, η κατάλληλη χρονική στιγμή. Η έξοδος θα γίνει με την έκδοση πενταετούς ομολόγου και στόχος από την πλευρά της κυβέρνησης είναι να αντληθούν κεφάλαια 3-4 δισ. ευρώ, αλλά το επιτόκιο να είναι χαμηλότερο από την απόδοση 4,95% που έχει πιάσει το 2014 το ομόλογο που εκδόθηκε επί κυβέρνησης Σαμαρά.

Το επικρατέστερο σενάριο είναι το ομόλογο που θα εκδοθεί να ανταλλαγεί με το ομόλογο Σαμαρά, δηλαδή όσοι έχουν ήδη τοποθετηθεί στο 5ετές ομόλογο Σαμαρά θα τους ζητηθεί να αντικαταστήσουν τους υφιστάμενους τίτλους που λήγουν το 2019 με νέα ομόλογα, τα οποία θα λήγουν το 2024.

Σύμφωνα με πληροφορίες, το επιτόκιο που προσδοκά να πάρει η Ελλάδα στην έκδοση του 5ετούς θα διαμορφωθεί σε χαμηλότερο επίπεδο, κοντά στο 4,7%, με τους αισιόδοξους να κάνουν λόγο ακόμη και για επιτόκιο στην περιοχή του 4,50%-4,60%.

Το πενταετές ομόλογο που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2014 είχε επιτόκιο 4,75% αλλά η τιμή αγοράς του ήταν κάτω του 100% της ονομαστικής, δηλαδή η καθαρή απόδοσή του ήταν περί το 4,90%.

Σε άρθρο του Γερμανού ανταποκριτή της Γκερντ Χέλερ απ’ την Αθήνα, η Badische Zeitung αναφέρει σχετικά:

«Τρία χρόνια μετά την τελευταία έκδοση ομολόγων η Αθήνα σχεδιάζει να επιστρέψει στις κεφαλαιαγορές. Εάν καταφέρει να κάνει αυτό το βήμα, θα ήταν ένα σημαντικό στάδιο στον δρόμο εξόδου από την κρίση».

Όπως σημειώνει η ανταπόκριση στην ηλεκτρονική έκδοση της Badische Zeitung, «μετά το τέλος του τρίτου προγράμματος βοήθειας τον Αύγουστο της ερχόμενης χρονιάς η Ελλάδα θα πρέπει να στέκεται ξανά στα δικά της πόδια. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) της υπερχρεωμένης χώρας θέλει τώρα να τεστάρει αν οι επενδυτές έχουν ανακτήσει την εμπιστοσύνη τους απέναντι στην Αθήνα. Η Κομισιόν προσφέρει στήριξη. Συνέστησε τον τερματισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος κατά της χώρας μετά από οκτώ χρόνια».

Αναφέρει ακόμη ότι ο Αλέξης Τσίπρας θέλει σε κάθε περίπτωση να επιστρέψει στις αγορές με χαμηλότερα επιτόκια συγκριτικά με αυτά που είχε πετύχει ο Αντώνης Σαμαράς. Ωστόσο γράφει, «το ζητούμενο είναι να αποκατασταθεί η πρόσβαση στις αγορές», και προσθέτει: «Παρατηρητές της αγοράς δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο η (σ.σ. ελληνική) κυβέρνηση να κάνει το πρώτο βήμα ήδη εντός του τρέχοντος μήνα. Ωστόσο θεσμικοί επενδυτές προειδοποιούν ότι η Αθήνα δεν θα πρέπει να κάνει βεβιασμένες κινήσεις».

Όπως επισημαίνει ο Γερμανός ανταποκριτής, «το πότε ο Αλέξης Τσίπρας θα τεστάρει την αγορά με μια έκδοση ομολόγου -εάν θα είναι κιόλας τον Ιούλιο ή μόλις το φθινόπωρο- εξαρτάται και από την εξέλιξη των αποδόσεων. Εν τέλει είναι και πολιτικό ζήτημα. Το 2014 η απόδοση του πενταετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί τότε ανήλθε σε 4,95%. Ο Τσίπρας θέλει σε κάθε περίπτωση να φέρει στην αγορά το σχεδιαζόμενο ομόλογο με ευνοϊκότερους όρους σε σύγκριση με τον συντηρητικό προκάτοχό του, Αντώνη Σαμαρά τρία χρόνια πριν. Οτιδήποτε άλλο θα συνιστούσε πολιτική ντροπή».