ΥΠΟΙΚ: «Μαχαίρι» στις φοροαπαλλαγές και μεγαλύτερη επιβάρυνση για όσους έχουν εισοδήματα 25-30.000 ευρώ

Καταιγίδα νέων φορολογικών μέτρων προανήγγειλε η νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, με «μαχαίρι» στις φοροαπαλλαγές για την εξοικονόμηση του μεγαλύτερου μέρους των περίπου 3,6 δισ. ευρώ που «κοστίζουν» σήμερα, αλλά και ριζικές αλλαγές στη φορολογία εισοδήματος και κεφαλαίου. Στο πλαίσιο υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από το τρίτο μνημόνιο και με στόχο τη δημοσιονομική προσαρμογή με δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών, ο νέος Αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης κατέστησε σαφές ότι ήδη η κυβέρνηση προετοιμάζεται για «τη μείωση των ανισοτήτων και την καλύτερη κατανομή του δημοσιονομικού βάρους».

Ο κ. Χουλιαράκης διευκρίνισε μάλιστα ότι προχωρά η αναθεώρηση, «η επισκόπηση του φόρου εισοδήματος με στόχο να γίνει πιο προοδευτικός, να απαλειφθούν εξαιρέσεις που είναι άδικες ή παλιές, ξεπερασμένες και να ξαναδούμε το θέμα της διαφοράς των φορολογικών συντελεστών με βάση την πηγή του φόρου εισοδήματος, που νομίζουμε ότι έχει οδηγήσει σε μεγάλη απώλεια εσόδων».

Σύμφωνα με το naftemporiki. gr, οι αλλαγές που δρομολογούνται, βάσει μνημονίου, θα πρέπει να λάβουν τη μορφή σχεδίου νόμου τον Οκτώβριο, οπότε και το οικονομικό επιτελείο υποχρεούται να προχωρήσει στη μεταρρύθμιση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος με αλλαγές στην κλίμακα και το αφορολόγητο, στη σταδιακή κατάργηση της προτιμησιακής φορολογικής μεταχείρισης των αγροτών με ποσοστά που ορίζονται στο 20% για το φορολογικό έτος 2016 και στο 26% για το φορολογικό έτος 2017, καθώς και στην αύξηση του φορολογικού συντελεστή επί του ετήσιου εισοδήματος από ενοίκια, για εισοδήματα κάτω των 12.000 ευρώ στο 15% (από 11%) και για εισοδήματα άνω των 12.000 ευρώ στο 35% (από 33%).

Στις προθέσεις της κυβέρνησης για την φορολογία εισοδήματος, είναι η θέσπιση ενιαίας φορολογικής κλίμακας, που θα καλύπτει όλα τα εισοδήματα ανεξαρτήτως πηγής, με περισσότερα κλιμάκια. Στόχος των παραγόντων του υπουργείου Οικονομικών είναι να καταστεί δικαιότερη η φορολόγηση των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων, που έχουν πληγεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και η δικαιότερη κατανομή των βαρών, ώστε οι «έχοντες» να συμβάλλουν ανάλογα με τη φοροδοτική τους ικανότητα, καταβάλλοντας τους φόρους που πραγματικά τους αναλογούν.

Στο πλαίσιο αυτό, η νέα κλίμακα θα είναι προοδευτική με συντελεστές που θα ξεκινούν από πολύ χαμηλά, ενδεχομένως και από 5% για εισοδήματα άνω του αφορολογήτου ορίου που εξετάζεται να κινηθεί στο όριο της φτώχειας, που με βάση τα τελευταία επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καθορίζεται σε ετήσιο εισόδημα 4.608 ευρώ για τον άγαμο και στα 9.677 ευρώ για μια τετραμελή οικογένεια με παιδιά έως 14 ετών.

Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά προστατεύονται όχι μόνο όσοι Έλληνες βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας, αφού συνδυαστικά θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές και στα τεκμήρια διαβίωσης ώστε να μην πέφτουν οι αδύνατες οικονομικά ομάδες στα «δίχτυα» τους, αλλά και όσοι γενικότερα έχουν πραγματικά χαμηλά εισοδήματα και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σήμερα λόγω της υψηλής φορολογίας και των τεκμηρίων στις υποχρεώσεις τους.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, οι απώλειες που θα υπάρξουν στα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, από την ελάφρυνση των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων, θα ισοσκελιστούν με την υψηλότερη φορολόγηση των υπόχρεων που δηλώνουν αυξημένα εισοδήματα. Για τον λόγο αυτό άλλωστε στη νέα προοδευτική κλίμακα εξετάζεται όπως εκτός από τον συντελεστή 50%, που αναμένεται να θεσπιστεί για εισοδήματα πέριξ των 100.000 ευρώ, υπάρξουν και υψηλότεροι για ακόμη μεγαλύτερα εισοδήματα.

Σημαντική συμβολή στην εξεύρεση ισοδυνάμων αναμένεται να έχει το προωθούμενο σχέδιο για την κατάργηση όσων φοροαπαλλαγών έχουν απομείνει και οι οποίες επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσό που ξεπερνά τα 3,6 δισ. ευρώ. Εξάλλου και ο εντοπισμός όλων των κινήτρων που αφορούν τη φορολόγηση εισοδήματος των επιχειρήσεων και ενσωμάτωση των εξαιρέσεων από τη φορολόγηση στον ΚΦΕ, καταργώντας εκείνες που κρίνονται αναποτελεσματικές ή άδικες, που προβλέπεται στις μνημονιακές υποχρεώσεις του Οκτωβρίου, αποτελεί ένα τέλειο «άλλοθι» για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι σήμερα οι φοροαπαλλαγές στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης κοστίζουν 1,047 δισ. ευρώ, στον ΦΠΑ 970 εκατ. ευρώ, ενώ περιλαμβάνεται και η έκπτωση 30% στους συντελεστές ΦΠΑ για τα νησιά.

Μια έκπτωση όμως που πρέπει να υπογραμμιστεί ότι σταδιακά καταργείται πλέον, αφού εντός του τρέχοντος μηνός με κοινή απόφαση των υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών θα πρέπει να καθοριστούν τα πρώτα νησιά στα οποία θα εφαρμοστεί η κατάργηση της εν λόγω έκπτωσης 30% στον ΦΠΑ. Ταυτόχρονα όμως οι φοροαπαλλαγές στη φορολογία κεφαλαίου «κοστίζουν» 659 εκατ. ευρώ, ενώ στις κληρονομιές και γονικές παροχές 545 εκατ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι ενώ το 2009 οι 980 φοροαπαλλαγές ανέρχονταν στο ποσό των περίπου 8 δισ. ευρώ, σήμερα οι περίπου 700 φοροαπαλλαγές κοστίζουν στο ελληνικό Δημόσιο 3,6 δισ. ευρώ και αφορούν:

117 τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων,

98 τη φορολογία εισοδήματος των νομικών προσώπων,

81 τον ΦΠΑ,

32 τη φορολογία πλοίων,

22 τον ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων,

36 τη φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών,

29 τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων,

15 τον φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίων,

70 τα τέλη χαρτοσήμου και

42 τους φόρους κατανάλωσης.

Το κόστος των φοροαπαλλαγών στον κρατικό προϋπολογισμό:

  • σε 293 εκατ. ευρώ ανέρχονται οι φοροαπαλλαγές που έχουν απομείνει στα νοικοκυριά.
  • σε 2,17 εκατ. φθάνουν οι απαλλαγές που ισχύουν για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
  • σε 33,32 εκατ. ευρώ ανέρχονται οι φοροαπαλλαγές των νομικών προσώπων.
  • σε 658,78 εκατ. ευρώ φθάνουν οι φοροαπαλλαγές που εφαρμόζονται στον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων, στις κληρονομιές, στις γονικές παροχές, στις δωρεές και στις μεταβιβάσεις ακινήτων.
  • σε 545,47 εκατ. ευρώ ανέρχονται οι φοροαπαλλαγές από τον ΕΝΦΙΑ που δικαιούνται 1.448.816 φορολογούμενοι και από τις μεταβιβάσεις ακινήτων.
  • σε 969,73 εκατ. ευρώ φθάνουν τα ειδικά καθεστώτα ΦΠΑ και οι διάφορες απαλλαγές από τον ΦΠΑ, ποσό που όμως μειώνεται δραστικά ύστερα από τις πρόσφατες αλλαγές του καθεστώς.
  • σε 1,046 δισ. ευρώ φθάνουν οι απαλλαγές και οι μειώσεις επιβαρύνσεων που προβλέπονται στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ειδικότερα, οι απαλλαγές και εκπτώσεις του ΕΦΚ στα ενεργειακά προϊόντα ανέρχονται σε 578,57 εκατ. ευρώ και ακολουθούν οι μειώσεις στην αιθυλική αλκοόλη και στα αλκοολούχα ποτά που φθάνουν τα 465,8 εκατ. ευρώ.

Σήμερα οι φορολογούμενοι ανεξαρτήτως πηγής εισοδήματος δικαιούνται:

α) Τη μείωση φόρου κατά 200 ευρώ λόγω αναπηρίας τουλάχιστον 67%.

β) Τη μείωση φόρου για ιατρικές δαπάνες, εφόσον οι ίδιοι ή και τα εξαρτώμενα μέλη τους έχουν δαπάνες ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, είτε στην ημεδαπή, είτε στην αλλοδαπή και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου. Στην έννοια των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης περιλαμβάνονται:

  • Οι αμοιβές που καταβάλλονται σε γιατρούς και ιατρικά κέντρα όλων των ειδικοτήτων για ιατρικές επισκέψεις, εξετάσεις και θεραπείες.
  • Τα έξοδα νοσηλείας που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα, ιδιωτικές κλινικές και οι δαπάνες που καταβάλλονται για τη διαρκή κάλυψη ιατρικών αναγκών, όπως π.χ. συνδρομές σε επιχειρήσεις που παρέχουν διαρκή ιατρική κάλυψη.
  • Έξοδα για ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη γενικά.
  • Αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσηλευτές για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κατ’ οίκον.
  • Η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών σώματος με τεχνητά μέλη και η δαπάνη αγοράς και τοποθέτησης οργάνων, όπως ακουστικά βαρηκοΐας, γυαλιά οράσεως, βηματοδότες κ.λπ.
  • Έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης, καθώς και δαπάνη για δίδακτρα ή τροφεία σε ειδικές για την πάθησή τους Σχολές, Ιδρύματα ή Οργανισμούς, τέκνων με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 40%, εφόσον το ετήσιο εισόδημα των τέκνων αυτών δεν υπερβαίνει το ποσό των 6.000 ευρώ.
  • Ποσό ίσο με το 50% της δαπάνης που καταβάλλεται σε επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων.

γ) Τη μείωση φόρου για δωρεές προς συγκεκριμένους φορείς δικαιούνται όλοι οι φορολογούμενοι, ανεξαρτήτως πηγής εισοδήματος, εφόσον οι δωρεές αυτές υπερβαίνουν στη διάρκεια του φορολογικού έτους τα 100 ευρώ.