When Bad is Better Than Nothing

Αποφύγαμε να εκφράσουμε την άποψή μας για το περιεχόμενο των τελευταίων ελληνικών προτάσεων χθες, γιατί μεγαλύτερη αξία θεωρούμε πως θα έχει να κρίνουμε τη συμφωνία όπως και όταν αυτή διαμορφωθεί τελικά. Όμως η νέα εμπλοκή με το ΔΝΤ νομίζω καθιστούν απαραίτητη μια πιο κριτική αξιολόγηση των προτάσεων, για να καταλάβουμε γιατί κρίνονται ακόμα από κάποιους ως ανεπαρκείς. Έχοντας φτάσει σε ένα πακέτο σκληρών μέτρων ύψους 8 δισ. ευρώ, είναι εύλογο να αναρωτιέται κανείς: μα με τίποτα δεν είναι ικανοποιημένοι αυτοί οι εταίροι; Το έχουν βάλει σκοπό τους να μας γονατίσουν; Η ουσία όμως βρίσκεται στο μίγμα των μέτρων που προτείνεται.

Έχοντας βγάλει απ’ το τραπέζι τις περικοπές δαπανών και καθυστερώντας τη συζήτηση για μεταρρυθμίσεις, η ελληνική πλευρά προτείνει για άλλη μια φορά μέτρα σε συντριπτικό βαθμό φοροεισπρακτικά. Μάλιστα εξαπολύει μια άμεση και έμμεση επίθεση στο εναπομείναν επιχειρείν: από τη μία υπό τη μορφή αύξησης του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων (29% από 26%) και την υποβολή έκτακτης εισφοράς σε αυτούς που έχουν επιβιώσει, από την άλλη αυξάνοντας τις εργοδοτικές εισφορές. Πώς θα έρθουν ιδιωτικές επενδύσεις όταν το περιβάλλον παραμένει τόσο τοξικό; Πώς θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας για να δουν φως στο τούνελ οι πιο κοινωνικά αδύναμοι της εποχής μας -οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τους άνεργους- όταν τα μέτρα τα βάζουν με ό,τι παραγωγικό έχει απομείνει; Επιπροσθέτως, ως βαθιά υφεσιακά, τα μέτρα αυτά αναμένεται να διευρύνουν το δημοσιονομικό κενό – γι’ αυτό και οι εταίροι διστάζουν να τα δεχθούν, γι’ αυτό ζητούν παραπάνω μέτρα σε περίπτωση που τελικά υιοθετηθούν.

Η πορεία του ιδιωτικού τομέα συνδέεται άρρηκτα με τη δημιουργία θέσεων εργασίας και με την πιθανότητα να βγει η Ελλάδα κάποια στιγμή από αυτό το σπιράλ ύφεσης. Mεταξύ όμως του Αρμαγεδώνα ενός Grexit και της οποιασδήποτε συμφωνίας, προφανώς προτιμότερη είναι η συμφωνία. Με τη σύναψή της we live to fight another day. Το πώς θα μοιάζει η επόμενη μέρα είναι αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει τώρα.