Είκοσι πλην μίας ιστορίες κιτρινισμού

Του Παντελή Καψή

Λίγο πριν από τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ, για να φανατίσει τους οπαδούς του, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την πορεία μερικών χιλιάδων απελπισμένων νοτιοαμερικανών, οι οποίοι αναζητούσαν δουλειά και προστασία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τους αποκάλεσε εγκληματίες και τρομοκράτες, χαρακτήρισε την πορεία τους «εισβολή» και κινητοποίησε μονάδες του στρατού για να τους αντιμετωπίσει.

Φυσικά προκάλεσε κύμα αντιδράσεων. Τα σοβαρά τηλεοπτικά κανάλια δεν του χαρίστηκαν, έκαναν ρεπορτάζ που διέψευδαν τους ισχυρισμούς του και οι παρουσιαστές καυτηρίαζαν τις ρατσιστικές και εθνικιστικές του απόψεις. Έκαναν λάθος; Παραβίασαν την αρχή της αντικειμενικότητας; Ή αντιθέτως επιτέλεσαν το καθήκον τους. Ο Τραμπ πιστεύει το πρώτο, έχει άλλωστε χαρακτηρίσει τα μέσα ενημέρωσης «εχθρούς του λαού». Προσωπικά επιλέγω το δεύτερο. Είναι υποχρέωση των δημοσιογράφων να αντιδρούν όταν παραβιάζονται στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατίας και υιοθετείται η ρητορική του μίσους.

Έκανα αυτές τις σκέψεις με αφορμή το πρόσφατο βιβλίο που εξέδωσε ένας φίλος δημοσιογράφος, από τους καλύτερους της γενιάς μας, ο Γιάννης Παντελάκης, για την «χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας», με 20+1 ιστορίες κιτρινισμού. Αφορμή η 21η ιστορία που αφορά την στάση των καναλιών στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, την οποία χαρακτηρίζει ως «προπαγάνδα χωρίς όρια». Αιτία, η θέση που πήραν τα κανάλια ανοιχτά υπέρ του «ναι».

Την άποψη Παντελάκη συμμερίζεται βέβαια η κυβέρνηση αλλά και το πειθαρχικό της Ένωσης Συντακτών το οποίο από την επομένη των εκλογών άρχισε να καλεί σε απολογία δημοσιογράφους. Φυσικά έπρεπε να κάνει το αντίθετο, να τους επαινέσει. Γιατί τι άλλο από παραβίαση στοιχειωδών κανόνων δημοκρατίας είναι να καλείς τους πολίτες να αποφανθούν για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, δίνοντας προθεσμία για διάλογο λίγων μόνο ημερών; Τι άλλο από παραβίαση της Δημοκρατίας είναι να θέτεις ένα παραπλανητικό ερώτημα το οποίο οι πάντες γνώριζαν ότι είναι παραπλανητικό, κάτι άλλωστε που αποδείχθηκε εκ των υστέρων δια της «kolotoumbas». Κι αυτά χωρίς να πάρουμε υπ όψη την ρητορική του μίσους που συστηματικά καλλιέργησαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Προφανώς έγιναν λάθη, υπήρξαν και υπερβολές. Όποιος δεν βλέπει ωστόσο ότι η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει προκαλέσει σοβαρά ζητήματα δημοκρατίας, εθελοτυφλεί. Είναι ένα σπορ στο οποίο αρκετοί επιδίδονται τον τελευταίο καιρό.

Οι υπόλοιπες 20 ιστορίες του βιβλίου καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων στα οποία, μέσα ενημέρωσης, δεν έδειξαν τον καλύτερο τους εαυτό. Ο Παντελάκης έχει την εντιμότητα να ξεκινήσει από την δική του εφημερίδα, την Κυριακάτική της έκδοση, όταν δημοσίευσε, χωρίς την παραμικρή διασταύρωση, τα ονόματα 14 «υπόπτων» για συμμετοχή στη 17η Νοέμβρη. Ήταν όλα τους αποκύημα της αστυνομικής φαντασίας.

Είναι αλήθεια ότι δύσκολα μπορεί να βρεθεί ένα μέσο ενημέρωσης το οποίο να μην έχει διαπράξει μικρότερα ή μεγαλύτερα σφάλματα δεοντολογίας. Για τον Παντελάκη σε αυτό οφείλεται η δυσπιστία των πολιτών απέναντι στα μέσα ενημέρωσης, η κατάρρευση της αξιοπιστίας τους, μοναδική ως προς το μέγεθός της σε ολόκληρο τον κόσμο.

Και πράγματι οι ιστορίες στις οποίες αναφέρεται, συγκροτούν μερικές από τις χειρότερες σελίδες του τύπου αλλά και της τηλεόρασης στην Ελλάδα. Από τα μυστικά κονδύλια και το νερό του Καματερού ως τον διασυρμό των οροθετικών γυναικών και τα ρεπορτάζ για συναντήσεις που ποτέ δεν έγιναν, κανείς επαγγελματίας του χώρου δεν θα νιώθει υπερήφανος. Είναι τυχαία περιστατικά ή υπάρχει συστημικό, αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι, πρόβλημα; Ο Παντελάκης πιστεύει το δεύτερο και δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος. Η τήρηση της δεοντολογίας δεν είναι το φόρτε του επαγγέλματός μας.

Παραδόξως όμως ο Παντελάκης υπογραμμίζει ότι η «ελληνική δημοσιογραφία προφανώς και δεν αντιπροσωπεύεται μόνο από τις ιστορίες που καταγράφονται». Ο ίδιος άλλωστε δηλώνει κακομαθημένος καθώς δούλευε σε μια εφημερίδα που μπορούσε να γράφει ακόμα και εναντίον του ιδιοκτήτη της. Όπως για παράδειγμα όταν αυτός έγραψε για τους κινδύνους της συνύπαρξης των εκδοτών στο Μέγκα παρά το ότι εκεί συμμετείχε και ο εκδότης της Ελευθεροτυπίας.

Αυτή είναι και η βασική ένσταση που έχω για το βιβλίο. Η ελληνική δημοσιογραφία δεν αντιπροσωπεύεται μόνο από αυτές τις ιστορίες. Κι η πλειονότητα των «συστημικών» εφημερίδων, παρά τα λάθη που κατά καιρούς έχουν κάνει, έχουν υπηρετήσει με αξιοπρέπεια την ενημέρωση. Ο αείμνηστος Λέων Καραπαναγιώτης, όταν του μιλούσαν για μέσα ενημέρωσης έλεγε χαρακτηριστικά πως δεν υπάρχουν μέσα γενικά και αφηρημένα, κάθε μέσο έχει την δική του ιστορία. Κι όσοι είχαμε την τύχη να εργαστούμε σε αυτά, έχουμε ανάλογες εμπειρίες με αυτή του Παντελάκη, είμαστε με αυτή την έννοια όλοι κακομαθημένοι.

Κάθε μέσο φυσικά είχε τα ταμπού του. Ο διευθυντής της Ελευθεροτυπίας Σεραφείμ Φυντανίδης για παράδειγμα, της εφημερίδας στην οποία εργάστηκε ο Παντελάκης, στο τελευταίο βιβλίο του γράφει πως όταν ρώτησε τον εκδότη του Χρήστο Τεγόπουλο για κάτι πληροφορίες που είχαν δει το φως της δημοσιότητας σχετικά με το ποιοι χρηματοδοτούν την εφημερίδα, εισέπραξε την απάντηση «την δουλειά σου εσύ» με αυτά περίπου τα λόγια. Άλλοι είχαμε άλλα ταμπού. Στον ΔΟΛ για παράδειγμα είχαμε, χωρίς ποτέ να μας το πει κανείς, το Μέγαρο Μουσικής. Κι όλα τα μέσα ενημέρωσης, από μια εποχή κι έπειτα αντιμετώπιζαν με προσοχή της τράπεζες, απέναντι στις οποίες ήταν καταχρεωμένα. Τέτοιου είδους φαινόμενα, εξαρτήσεις αν προτιμάτε, είναι υπαρκτά σε όλο τον κόσμο. Το ζήτημα είναι αν υπάρχει επαρκής πλουραλισμός ώστε να μην εμποδίζεται η ενημέρωση. Κι αυτός χωρίς αμφιβολία υπήρχε σε όλο το διάστημα της μεταπολίτευσης.

Ο Παντελάκης πιστεύει ότι οι παραβιάσεις της δεοντολογίας τις οποίες τόσο γλαφυρά περιγράφει, είναι η αιτία για την οποία στην Ελλάδα η αξιοπιστία των μέσων είναι στα τάρταρα και οι κυκλοφορίες επίσης. Όμως οι ελληνικές εφημερίδες, όπως και η τηλεόραση, σε γενικές γραμμές δεν είναι χειρότερες ή καλύτερες από ότι στον υπόλοιπο κόσμο. Ποτέ δεν θα θεωρήσω την Bild ή την Sun καλύτερες από τις περισσότερες ελληνικές εφημερίδες, οι κυκλοφορίες τους ωστόσο είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Αλλού θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες για το ότι στην Ελλάδα διαβάζουμε λιγότερο εφημερίδες από ότι σε όλο σχεδόν τον υπόλοιπο κόσμο.

Προσωπικά δεν έχω την απάντηση. Είμαι σίγουρος ωστόσο ότι ως ένα βαθμό έχει να κάνει με την πολιτική πόλωση. Υπάρχουν πειραματικές έρευνες που δείχνουν πως όσο πιο ακραίες θέσεις έχουν οι πολίτες τόσο λιγότερο εμπιστεύονται τα μέσα ενημέρωσης. Και στην Ελλάδα η πόλωση είναι ενδημική. Ένας δεύτερος λόγος όμως είναι ο συστηματικός πόλεμος που έγινε στα «συστημικά» μέσα ενημέρωσης από τη Νέα Δημοκρατία και τον Συνασπισμό, στο όνομα της διαπλοκής. Τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα έγιναν εχθρός του λαού πολύ πριν υιοθετήσει τον όρο ο Τραμπ. Η Ελευθεροτυπία πρωταγωνίστησε σε αυτό τον αγώνα κι ας μη μάθαμε ποτέ ποιος την χρηματοδοτούσε.