Στην αφάνεια ο Γερμανός Καγκελάριος, Όλαφ Σόλτς και Νο2 στην γερμανική πολιτική σκηνή το ακροδεξιό AfD, που πέρασε του Σοσιαλδημοκράτες, τα δημοσκοπικά μηνύματα των τελευταίων ημερών κρούουν τον κώδωνα του πολιτικού κινδύνου για την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης.
Η θητεία του Όλαφ Σολτς στην Καγκελαρία- ανέλαβε τον Δεκέμβριο του 2021- έχει υποστεί σημαντική πολιτική φθορά. Με τις δυσκολίες που αντιμετώπισε η Ευρώπη, όλο αυτό το διάστημα, η Γερμανία, βρέθηκε ενώπιον βασικών προκλήσεων γύρω από την πανδημία, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, την ακρίβεια αλλά και τα δημοσιονομικά της ΕΕ, υπό το πρίσμα και των αναγκών της γερμανικής οικονομίας.
Ο Γερμανός Καγκελάριος προτιμήθηκε, με το προφίλ του ήπιου, έμπειρου και ικανού πολιτικού να χειριστεί με ψυχραιμία τις κρίσεις, να κατευνάσει τις εντάσεις και να επιτύχει συναίνεση.
Οι δημοσκοπήσεις όμως δείχνουν ότι θα χρειαστεί πολλά περισσότερα για να πείσει ο Σολτς τους Γερμανούς, εκ των οποίων πολλοί φαίνεται να κολακεύονται από το αφήγημα της ακροδεξιάς.
Συνεχείς διαφωνίες και εσωτερικές διαμάχες στον κυβερνητικό σχηματισμό
Ο συνασπισμός στον οποίο συμμετέχουν οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Πράσινοι και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP), έχει υποστεί δημοσκοπικό πλήγμα στο σύνολό του. Σε δημοσκόπηση του Forsa για το δίκτυο RTL, που έλαβε χώρα στα τέλη του Μαΐου, το 40% των Γερμανών πίστευε ότι ο συνασπισμός θα καταρρεύσει πριν το τέλος της τετραετίας, το 2025.
Αφορμή, για τους κυβερνητικούς τριγμούς στάθηκε μεταρρύθμιση του συστήματος θέρμανσης στη Γερμανία. Το FDP είχε μπλοκάρει νομοσχέδιο που έφερε στο κοινοβούλιο ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, που ανήκει στους Πράσινους, το οποίο προβλέπει να απαγορευθούν από το 2024 οι νέες εγκαταστάσεις θέρμανσης που λειτουργούν με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, ζητώντας να γίνουν μεγάλες αλλαγές.
Έπειτα από παρέμβαση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, επήλθε συμβιβασμός για μια αποδοχή του σχετικού νομοσχεδίου, με αλλαγές.
«Τα κόμματα του συνασπισμού χάνουν υποστήριξη επειδή δεν μπορούν να μεταφέρουν μια θετική αφήγηση για το μέλλον της χώρας», δήλωσε σε συνέντευξή της η Αντρέα Ρομέλε, αντιπρόεδρος της Σχολής Hertie με έδρα το Βερολίνο.
«Όταν πρόκειται για την εφαρμογή των πολιτικών τους, υπάρχουν συνεχείς διαφωνίες και εσωτερικές διαμάχες μεταξύ του FDP και των Πρασίνων – είναι αυτή η διχόνοια που συμπαρασύρει όχι μόνο τους Πράσινους, αλλά και τον κυβερνητικό συνασπισμό στο σύνολό του»,σημείωσε στο Bloomberg.
Το ακροδεξιό AfD πέρασε τους Σοσιαλδημοκράτες
Μπορεί τα κόμματα του συνασπισμού να κατέληξαν σε συμφωνία, ωστόσο τα δημοσκοπικά δεδομένα είναι δυσάρεστα.
Το ακροδεξιό AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) ξεπέρασε τους Σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς σε δημοσκόπηση της Forsa για πρώτη φορά. Το AfD είχε την υποστήριξη του 19% των ερωτηθέντων, αυξημένη κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με μια εβδομάδα νωρίτερα, με το SPD να παραμένει στο 18%, σύμφωνα με το RTL. Η Χριστιανική Ένωση, CDU/CSU έπεσε κατά μία μονάδα στο 29%, οι Πράσινοι παρέμειναν στο 14% και το FDP στο 7%. Το Forsa πήρε συνεντεύξεις από 2.504 άτομα στο διάστημα 6 έως 12 Ιουνίου.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση και για λογαριασμό της εφημερίδας BILD, το AfD φθάνει στο 19,5%, στην υψηλότερη τιμή που έχει μετρηθεί έως τώρα, από το Ινστιτούτο INSA που ανέλαβε την διεξαγωγή της έρευνας.
Η άνοδος του AfD τους τελευταίους μήνες τροφοδοτήθηκε από τη δυσαρέσκεια των πολιτών για ζητήματα που κυμαίνονται από το μεταναστευτικό ρεκόρ, τον επίμονα υψηλό πληθωρισμό και τα δαπανηρά μέτρα προστασίας του κλίματος, σημειώνει το πρακτορείο Bloomberg.
Το ακροδεξιό κόμμα αμφισβητεί τον αντίκτυπο που έχει ο άνθρωπος στην υπερθέρμανση του πλανήτη και θέλει να σταματήσει την έλευση περισσότερων ξένων στη Γερμανία, ειδικά με τις αυξημένες ροές, από την Ουκρανία, το Αφγανιστάν και τη Συρία, τον περασμένο χρόνο.
Πέφτει η δημοτικότητα του Σολτς
Τα ανησυχητικά δημοσκοπικά νέα όμως χτυπούν συστηματικά την πόρτα στο γραφείο του Γερμανού Καγκελάριου.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα του Bloomberg, o υπουργός Άμυνας του SPD, Μπόρις Πιστόριους εξακολουθεί είναι ο πιο δημοφιλής πολιτικός, σύμφωνα με ξεχωριστή δημοσκόπηση του Forsa σε 1.507 άτομα που διεξήχθη στις 7-9 Ιουνίου, με ποσοστό αποδοχής 59, αυξημένο κατά τρεις μονάδες σε σχέση με τον Απρίλιο.
Η εκτίμηση στο πρόσωπο του Σολτς μειώθηκε κατά δύο μονάδες, στις 40, ενώ ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ υποχώρησε κατά έξι μονάδες στις 34. Ο αντικαγκελάριος των Πρασίνων υπήρξε ο στόχος πολλών επικρίσεων για την κυβερνητική πολιτική για το κλίμα τις τελευταίες εβδομάδες.
Η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ, επίσης των Πρασίνων, έχασε δύο μονάδες στις 38, ενώ ο υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, ο οποίος ηγείται των Ελεύθερων Δημοκρατών, υποχώρησε κατά το ίδιο ποσό στις 34, στο ίδιο επίπεδο με τον Χάμπεκ.
«Τελευταίος και καταϊδρωμένος» ο Σολτς- Δεν περνάει το «ήπιων τόνων» ύφος του
Μια ακόμη δημοσκόπηση έδωσε κι άλλο πλήγμα στον Σολτς. Πριν τρεις βδομάδες, η μεγάλη πλειοψηφία των Γερμανών δεν ήταν ικανοποιημένη με την δυναμική που -δεν- εκπέμπει ο Σολτς. Το 81% των πολιτών ζητούσαν μία πιο δυναμική ηγεσία από τον Γερμανό καγκελάριο, στου οποίου τον θεσμικό ρόλο εκφράζεται η ικανότητα να διατηρεί την κυβερνητική ενότητα, να διαμορφώνει όρους συναίνεσης και κοινής γραμμής, ακόμα και σε ένα ετερόκλητο σχήμα, όπως αποδεικνυέται αυτό το κυβερνητικού συνασπισμού.
Σε ό,τι αφορά στα πρόσωπα όμως, στην δημοσκόπηση του Ινστιτούτου INSA, ξανά ο δημοφιλέστερος πολιτικός ήταν ο υπουργός ‘Αμυνας, Μπόρις Πιστόριους, ενώ ακολουθούσαν ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας Μάρκους Ζέντερ, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας Χέντρικ Βουστ, ο αρχηγός του SPD Λαρς Κλινγκμπάιλ και ο υπουργός Αγροτικής Οικονομίας Τζεμ Έτζντεμιρ.
Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς βρέθηκε στην έκτη θέση της σχετικής κατάταξης, κρούωντας τον κώδωνα του κινδύνου στην γερμανική πολιτική σκηνή, όπου η ακροδεξιά καραδοκεί, ο κυβερνητικός συνασπισμός «ματώνει» για να συναινέσει και ο Σολτς δεν έχει ακόμη αποδείξει ότι μπορεί να ηγηθεί, όπως περίμεναν.
Με τις περιφερειακές εκλογές να πλησιάζουν στα βασικά κρατίδια της Βαυαρίας και της Έσσης τον Οκτώβριο, ο Σολτς και ο κυβερνητικός του συνασπισμός, θα δοκιμαστούν για το πώς θα βρει τα κόμματά τους η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.