Την άνοιξη του 2020, στην σκιά της πανδημίας και ενώ τα δημοσιεύματα μιλούσαν για «κραχ στην αγορά πετρελαίου με αρνητικές τιμές για το αργό», χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία είχαν καταφέρει να συνεργαστούν, επαναφέροντας την αγορά του «μαύρου χρυσού» σε τροχιά σταθερότητας.
Δυόμισι χρόνια μετά, και εννέα μήνες έπειτα από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, μια τέτοια συνεργασία στο μέτωπο της ενέργειας μεταξύ των κορυφαίων «παικτών» φαντάζει, πια, μακρινή ανάμνηση, όπως γράφουν οι Ντέρεκ Μπρόουερ και Ντέιβιντ Σέπαρντ στους Financial Times.
Η Μόσχα έχει μετατρέψει σε «όπλο» τις προμήθειες φυσικού αερίου προς την Ευρώπη και πλέον προσπαθεί να θέσει εκτός λειτουργίας το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας της Ουκρανίας. Οι χώρες που εισάγουν υδρογονάνθρακες ανταγωνίζονται η μία την άλλη με στόχο την εξασφάλιση ενεργειακών προμηθειών. Τα ρήγματα είναι ορατά στη σχέση Σαουδικής Αραβίας – ΗΠΑ. Ακόμη και στο μέτωπο της πράσινης / καθαρής ενέργειας, ηγέτες όπως ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν μιλούν πια για μια νέα κούρσα ή μάχη που θα έχει ως έπαθλο της κυριαρχία στις αλυσίδες εφοδιασμού.
Σύμφωνα με τους συντάκτες των Financial Times ωστόσο, η πορεία με την οποία αλλάζουν τα δεδομένα στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου πρόκειται να περάσει σε μια νέα – δυνητικά καθοριστική για τις από εδώ και πέρα εξελίξεις – φάση τις επόμενες ημέρες, όταν η Ευρώπη αρχίσει να μπλοκάρει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου με τάνκερ, υλοποιώντας έτσι ένα πλαίσιο κυρώσεων που κατά πολλούς αποτελεί μια από τις ισχυρότερες αντιδράσεις που έχουν δρομολογήσει μέχρι τώρα οι Ευρωπαίοι ενάντια στον Πούτιν με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Στο πλαίσιο αυτών των νέων – προς ενεργοποίηση – κυρώσεων, οι ευρωπαϊκές εταιρείες πρόκειται να σταματήσουν να ασφαλίζουν πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο σε τρίτες χώρες – εκτός και εάν αυτές αποδεχτούν μια τιμή για το πετρέλαιο την οποία θα προσδιορίσουν οι δυτικές δυνάμεις. Με άλλα λόγια, οι δυτικές χώρες θα επιχειρήσουν να επιβάλουν ανώτατο όριο στην τιμή του πετρελαίου που εξάγει η Ρωσία. Προς τα παρόν κανείς δεν μπορεί να πει πόσο ανατρεπτικά θα είναι τελικώς στην πράξη αυτά τα μέτρα.
Υπενθυμίζεται ότι οι κυρώσεις που έχουν μέχρι στιγμής επιβληθεί στη Ρωσία από τη Δύση, μετά τις 24 Φεβρουαρίου, δεν έχουν μειώσει σημαντικά ούτε τις ρωσικές εξαγωγές πετρελαίου ούτε τα έσοδα του Κρεμλίνου από αυτές τις εξαγωγές.
Το σενάριο σύμφωνα με το οποίο οι γεωπολιτικοί εχθροί της Μόσχας θα καθορίζουν στο εξής την τιμή στην οποία η Ρωσία θα πουλάει το πετρέλαιό της, θα αποτελούσε ταπείνωση για ένα κράτος όπως είναι το ρωσικό που παράγει πάνω από το 10% του παγκόσμιου πετρελαίου και βρίσκεται, μαζί με τη τη Σαουδική Αραβία, στην κορυφή του OPEC+.
Ο Ρώσος αναπληρωτής πρωθυπουργός, Αλεξάντερ Νόβακ, πρόκειται να έχει συνάντηση στη Βιέννη με τον Σαουδάραβα υπουργό Ενέργειας, πρίγκιπα Αμπντουλαζίζ μπιν Σαλμάν, την ερχόμενη Κυριακή, 4 Δεκεμβρίου, μια ημέρα προτού οι νέες ευρωπαϊκές κυρώσεις τεθούν σε ισχύ.
Βετεράνοι του ενεργειακού κλάδου εκτιμούν πως οι επόμενες μέρες θα είναι ημέρες μεγάλου κινδύνου για την αγορά πετρελαίου αλλά και για την παγκόσμια οικονομία που εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον «μαύρο χρυσό». Όσα μέχρι πρότινος αντιμετωπίζονταν ως «κανονικά» στο μέτωπο των γεωπολιτικών εξελίξεων αλλά και αναφορικά με τις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, πλέον ανατρέπονται.
Για του λόγου το αληθές, αρκεί να ανατρέξει κανείς σε όσα έχουν προηγηθεί φέτος: στην προθυμία με την οποία η Ρωσία «έκαψε» τους πελάτες του ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, στην απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να μειώσει την προσφορά πετρελαίου παρά την αντίθεση του Λευκού Οίκου, στις δυτικές κινήσεις όχι απλώς απεξάρτησης αλλά πλήρους αποδέσμευσης από τη ρωσική ενέργεια, στις προσπάθεις των Αμερικανών να ρίξουν τις τιμές του πετρελαίου κ.ά.
Ο Λευκός Οίκος προσπαθούσε επί μήνες να συγκρατήσει τις τιμές απελευθερώνοντας πρωτοφανείς όγκους πετρελαίου από το αμερικανικό απόθεμα έκτακτης ανάγκης, ενώ παράλληλα διατηρούσε σταθερή – αν και μέχρι στιγμής άκαρπη – πίεση στη Σαουδική Αραβία και σε άλλους παραγωγούς ζητώντας τους να συνεχίσουν να αυξάνουν την προσφορά.
«Πρόκειται για τεκτονικές μετατοπίσεις […] Δεν ξέρουμε πώς θα λειτουργήσει αυτή η αγορά μετά από μια συγκεκριμένη ημερομηνία. Η προσαρμογή θα είναι δραματική […] Το τοπίο θα είναι συγκρουσιακό και ασταθές», δηλώνει στους FT ο Roger Diwan, βετεράνος αναλυτής της S&P Global Commodity Insights στην Ουάσιγκτον.
Το Μπρεντ, που αποτελεί και σημείο αναφοράς, έχει υποχωρήσει από τα 120 δολάρια το βαρέλι τον περασμένο Ιούνιο στα 85 δολάρια σήμερα.
Παράλληλα, η πολιτική «μηδενικού Covid» της Κίνας έχει επίσης περιορίσει τη ζήτηση λειτουργώντας ως βαλβίδα εκτόνωσης για τις ευρύτερες πιέσεις στην αγορά.
Ωστόσο, οι πιέσεις στην αγορά παραμένουν. Οι τιμές του αργού είναι υψηλότερες από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίοδο μεταξύ 2015 και 2021, ενώ και το ντίζελ – στις εξαγωγές του οποίου πρωταγωνιστεί η Ρωσία – εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά ανεβασμένο.
Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη μπορεί να έχουν πέσει, αλλά το φυσικό αέριο εξακολουθεί να κινείται σε τιμές περίπου πέντε φορές από το θεωρούμενο ως «κανονικό».
Εάν η Κίνα προχωρήσει σε χαλάρωση των περιορισμών που έχει επιβάλει εντός των κινεζικών συνόρων με στόχο την «εκμηδένιση» των κρουσμάτων κορωνοϊου, τότε η κινεζική ζήτηση για πετρέλαιο και υγροποιημένο φυσικό αέριο θα μπορούσε να εκτιναχθεί στα ύψη, αλλάζοντας όμως έτσι τα δεδομένα και για τους Ευρωπαίου εισαγωγείς.
Η ιδέα του ανώτατου ορίου τιμών, που προωθήθηκε για πρώτη φορά από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, αποτελεί την πιο σημαντική και την πιο αμφιλεγόμενη πρωτοβουλία, σύμφωνα με τους συντάκτες των FT. Στα μάτια της κυβέρνησης Μπάιντεν, είναι ένας τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να περιοριστούν τα έσοδα του Κρεμλίνου χωρίς όμως να διακόπτεται η ροή ρωσικού πετρελαίου στην αγορά.
Η ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο κυριαρχούν στην ασφαλιστική αγορά των πετρελαιοφόρων. Σύμφωνα με το σχέδιο επιβολής πλαφόν που αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή, τα πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο θα έχουν μεν πρόσβαση σε ευρωπαϊκή και βρετανική ασφάλιση με την προϋπόθεση όμως ότι το ρωσικό πετρέλαιο που μεταφέρουν θα αγοράζεται στην τιμή που θα ορίζεται στις δυτικές πρωτεύουσες.
Η G7 ενέκρινε το σχέδιο του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών και η ΕΕ το ενσωμάτωσε σε μια νέα σειρά κυρώσεων που ανακοινώθηκε τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με τις εν λόγω κυρώσεις ωστόσο, η απαγόρευση ασφάλισης θα βαρύνει στο εξής κάθε τάνκερ το έχει μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο εκτός πλαφόν. Πηγές με γνώση των συζητήσεων αναμένουν τώρα από την ΕΕ να επιβάλει ένα χρονικό όριο στη διάρκεια της οποιασδήποτε σχετικής απαγόρευσης.
Η ίδια η τιμή του πλαφόν εξακολουθεί να αποτελεί θέμα συζήτησης. Ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θέλουν μια πραγματικά τιμωρητική τιμή κοντά στα 20 δολάρια το βαρέλι, ενώ άλλες ζητούν μιλούν για τιμές μεταξύ 60 και 65 δολαρίων. Η τελευταία τιμή είναι παρόμοια με αυτή που λαμβάνει ήδη η Ρωσία για το πετρέλαιο της.
Χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα έχουν, πάντως, αφήσει να εννοηθεί ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχουν στο πλαίσιο επιβολής πλαφόν κατά του ρωσικού πετρελαίου που προωθεί η Δύση.
Κράτη του OPEC, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιμένουν ότι δεν παίρνουν θέση στο πλευρό της Ρωσίας και ότι απλώς προσπαθούν να διαχειριστούν τις αναταράξεις σε μια αγορά όπως είναι εκείνη του πετρελαίου που συνεχίζει να αποτελεί «γραμμή ζωής» για την παγκόσμια οικονομία. Ωστόσο, σε ιδιωτικές συζητήσεις οι εν λόγω χώρες λέγεται, σύμφωνα με τους FT, ότι αμφισβητούν το προς επιβολή πλαφόν, ενώ παράλληλα υπάρχουν και υπουργοί Ενέργειας χωρών του OPEC που κατηγορούν τη Δύση για υποκρισία ή αντιφάσεις.
Κατά τα λοιπά, υπάρχουν εκτιμήσεις που θέλουν τις ρωσικές συνολικές εξαγωγές πετρελαίου να μειώνονται το προσεχές διάστημα και τις τιμές του «μαύρου χρυσού» να ανεβαίνουν, ενώ παράλληλα ποικίλουν και τα σενάρια αναφορικά με τα πιθανά αντίποινα που θα μπορούσε να επιβάλει η Μόσχα ενάντια σε όσους υιοθετήσουν το πλαφόν.