Η Ουάσιγκτον αναζητεί τρόπους για να πλήξει περαιτέρω τον πετρελαϊκό κλάδο της Ρωσίας, να μειώσει κατά το δυνατόν τα έσοδά της από το πετρέλαιο, με απώτερο στόχο να καταστρέψει τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η Μόσχα στην παγκόσμια οικονομία της ενέργειας.
Την ίδια στιγμή, όμως, η Κίνα σπεύδει να επωφεληθεί από τη διεθνή απομόνωση της Ρωσίας και να συγκεντρώσει στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου από τον ενεργειακά πλούσιο σύμμαχό της, τον οποίο δεν έπαψε, άλλωστε, να στηρίζει. Οι προσπάθειες της Ουάσιγκτον αναμένεται, έτσι, να προκαλέσουν ένταση στις σχέσεις της υπερδύναμης με την Κίνα, την Ινδία και την Τουρκία, καθώς και με όσες χώρες αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο.
Ανάμεσα στα μέτρα που εξετάζει η αμερικανική κυβέρνηση είναι και η επιβολή ανώτατου ορίου στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου. Το μέτρο αυτό θεωρητικά θα στηρίζεται και από τις λεγόμενες δευτερογενείς κυρώσεις που επιβάλλονται σε όσους δεν συμμορφώνονται με τις εντολές των ΗΠΑ: θα αποκλείονται από κάθε μορφής επιχειρηματική συνεργασία με τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Οπως έχουν επισημάνει οικονομολόγοι και διεθνείς οργανισμοί, τα σχεδόν 20 δισ. δολάρια που εξακολουθούν να εισρέουν κάθε μήνα στα ταμεία της Ρωσίας μπορούν να χρηματοδοτούν τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, κύριος προβληματισμός της Ουάσιγκτον είναι πώς θα μπορέσει να μπλοκάρει τα έσοδα του πετρελαίου και να μην έχει πρόσβαση σε αυτά η Μόσχα χωρίς, όμως, να διακοπεί η παροχή ρωσικού πετρελαίου, αφού κάτι τέτοιο θα προκαλούσε περαιτέρω άνοδο των τιμών του «μαύρου χρυσού», που ωφελεί τη Ρωσία και πλήττει τον υπόλοιπο κόσμο. Παράλληλα, το εμπάργκο της Ουάσιγκτον στις πωλήσεις τεχνολογίας αιχμής προς τη Ρωσία στοχεύει στην αποδυνάμωση των ρωσικών πετρελαϊκών βιομηχανιών σε κάποιο βάθος χρόνου. Η ρωσική πετρελαϊκή βιομηχανία υφίσταται ήδη πιέσεις. Τον Μάρτιο, η Ουάσιγκτον επέβαλε εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου ενώ η Ε.Ε. σχεδιάζει να κάνει το ίδιο στο εγγύς μέλλον· το θέμα βρέθηκε στο επίκεντρο των συνομιλιών τη Δευτέρα στο Συμβούλιο υπουργών Εξωτερικών.
Μιλώντας στους New York Times, ο Εντουαρντ Φίσμαν, που υπήρξε υπεύθυνος τήρησης των κυρώσεων στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία το 2014, τόνισε πως η αμερικανική κυβέρνηση προσπαθεί να μειώσει τα πετρελαϊκά έσοδα του Κρεμλίνου, αλλά και να διασφαλίσει πως χώρες εκτός της δυτικής συμμαχίας, όπως η Κίνα και η Ινδία, δεν θα υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων αγοράζοντας περισσότερο ρωσικό πετρέλαιο.
Την ίδια στιγμή, όμως, η Κίνα αυξάνει διαρκώς τις αγορές ρωσικού πετρελαίου. Τον Απρίλιο, οι εισαγωγές της σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα από τη Ρωσία κατέγραψαν άλμα 75% υπερβαίνοντας τα 6 δισ. δολάρια. Πρόκειται μάλιστα για μια περίοδο μειωμένης ζήτησης καθώς η δεύτερη οικονομία του κόσμου πλήττεται από το τελευταίο κύμα της πανδημίας και τα lockdowns.
Η Κίνα εισήγαγε 4% περισσότερο πετρέλαιο, με τις συνολικές εισαγωγές της σε «μαύρο χρυσό» να φτάνουν τα 6,55 εκατ. τόνους. Το ρωσικό πετρέλαιο έχει το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό σε αυτές τις εισαγωγές μετά το πετρέλαιο της Σαουδικής Αραβίας, που παραμένει κύριος προμηθευτής της Κίνας σε «μαύρο χρυσό».
Επιπλέον, στοιχεία των κινεζικών τελωνείων φέρουν τις εισαγωγές ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου να έχουν σημειώσει αύξηση 80% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους και να φτάνουν τις 463.000 τόνους. Η αύξηση αυτή καταγράφεται σε μια στιγμή που συνολικά οι εισαγωγές LNG στην Κίνα έχουν μειωθεί περίπου κατά 30% ακριβώς εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης.
Σημειωτέον, άλλωστε, ότι η άνοδος των τιμών, συνεπακόλουθο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, έχει οδηγήσει στα ύψη την αξία που κατέβαλε η Κίνα στη Ρωσία για αγορές καύσιμης ύλης, συμπεριλαμβανομένου του άνθρακα – η Κίνα κατέβαλε στη Ρωσία 6,42 δισ. δολάρια.