Οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες αρχίζουν σήμερα τις διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό τριμερούς κυβερνητικής συμμαχίας ώστε να ηγηθούν της επόμενης γερμανικής κυβέρνησης, για πρώτη φορά από το 2005, μετά την νίκη τους στις χθεσινές βουλευτικές εκλογές.
Ο υποψήφιος καγκελάριος του SPD Ολαφ Σολτς δήλωσε ότι θα επιδιώξει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες του FDP, λέγοντας ότι οι ψηφοφόροι ψήφισαν για να στείλουν τους συντηρητικούς της Αγγελα Μέρκελ στην αντιπολίτευση έπειτα από 16 χρόνια στην ηγεσία της χώρας.
«Αυτό που βλέπετε είναι ένα πολύ χαρούμενο SPD», δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης Μέρκελ στην έδρα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος αρπάζοντας μία ανθοδέσμη με λευκά και κόκκινα λουλούδια.
«Οι ψηφοφόροι μίλησαν πολύ καθαρά. Είπαν ποιος πρέπει να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση».
«Ενίσχυσαν τρία κόμματα – του Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και το FDP – κατά συνέπεια, οι πολίτες αυτής της χώρας έδωσαν καθαρή εντολή – αυτοί οι τρεις πρέπει να σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση».
Το SPD εξασφάλισε το 25,7% των ψήφων, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες/Χριστιανοκοινωνιστές της Μέρκελ υποχώρησαν στο 24,1% (-8,9 ποσοστιαίες μονάδες). Οι Πράσινοι βρέθηκαν στο 14,8% και το FDP στο 11,5%.
Ο Ολαφ Σολτς ελπίζει ότι μία συμφωνία κυβερνητικής συμμαχίας μπορεί να επιτευχθεί πριν από τα Χριστούγεννα.
Ομως, ο υποψήφιος καγκελάριος των Χριστιανοδημοκρατών Αρμιν Λάσετ δήλωσε ότι μπορεί να προσπαθήσει επίσης να σχηματίσει κυβέρνηση, παρά την ήττα των συντηρητικών, που κατέγραψαν την χειρότερη εκλογική τους επίδοση στην Ιστορία.
Οι γερμανικές μετοχές ανέβηκαν σήμερα, αντανακλώντας την ικανοποίηση των επενδυτών για τις προοπτικές του FDP να συμμετάσχει στην επόμενη κυβέρνηση της Γερμανίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι επιδόσεις του Die Linke της ριζοσπαστικής αριστεράς δεν επιτρέπουν στο κόμμα να ελπίζει σε συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα.
«Από την πλευρά της αγοράς, το ότι ένας αριστερός συνασπισμός είναι μαθηματικά αδύνατος, είναι καλά νέα», δήλωσε ο Γενς-Ολιβερ Νίκλας, οικονομολόγος του LBBW προσθέτοντας ότι για τα άλλα κόμματα υπάρχουν αρκετά κοινά σημεία για να υπάρξει ένας λειτουργικός συμβιβασμός.
«Τελικά τα πρόσωπα και οι υπουργικές θέσεις πιθανώς θα είναι σημαντικότερα από τις πολιτικές», λέει.
Τα κόμματα θα ξεκινήσουν ήδη από σήμερα άτυπες διαβουλεύσεις για πιθανές συμμαχίες από σήμερα.
Οι Πράσινοι και το FDP ανακοίνωσαν από χθες το βράδυ ότι θα ξεκινήσουν τις συνομιλίες μεταξύ τους για να βρουν πεδία συμβιβασμού πριν αρχίσουν διαπραγματεύσεις με το SPD ή τους συντηρητικούς.
Οικολόγοι και Σοσιαλδημοκράτες έχουν περισσότερη πολιτική συγγένεια για την επίτευξη συμμαχίας, ενώ οι Ελεύθεροι Δημοκράτες δηλώνουν ότι θα προτιμούσαν μία συμμαχία με τους συντηρητικούς, παρά με την κεντροαριστερά.
Αν ο Όλαφ Σολτς κατορθώσει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού, θα είναι ο τέταρτος σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος της μεταπολεμικής περιόδου και ο πρώτος μετά την παράδοση της ηγεσίας στην Αγγελα Μέρκελ από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005, όταν πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν ο Τζορτζ Μπους, πρόεδρος της Γαλλίας ο Ζακ Σιράκ και πρωθυπουργός της Βρετανίας ο Τόνι Μπλερ.
Ωστόσο, όπως παρατηρεί το ΑΠΕ – ΜΠΕ, οι εταίροι του Βερολίνου θα πρέπει ενδεχομένως να περιμένουν μήνες για να διαπιστώσουν ποιες θα είναι οι θέσεις της νέας γερμανικής κυβέρνησης ως προς τα εξωτερικά θέματα.
Στο πλαίσιο του σεναρίου σχηματισμού κυβέρνησης SPD/Πρασίνων/FDP, το υπουργείο των Εξωτερικών ενδεχομένως να δοθεί στους Πράσινους, όπως έγινε με τον Γιόσκα Φίσερ στην προηγούμενη συμμαχίας τους με το SPD, ενώ το FDP δεν έχει μάτια παρά για το υπουργείο Οικονομικών.
Στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν επιδιώκει με θέρμη την θέσπιση κοινής ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πολιτικής. Ο στόχος αυτός έχει την υποστήριξη των Πρασίνων, αλλά απορρίπτεται από τα CDU/CSU και FDP. Οι Πράσινοι επιδιώκουν επίσης μαζική επεκτατική πολιτική για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Μία σταθερά της εξίσωσης είναι ότι η μελλοντική κυβέρνηση δεν θα περιλαμβάνει τους ακροδεξιούς της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD), η οποία συρρικνώθηκε στο 10,3%, από 12,6% πριν από τέσσερα χρόνια όταν εισήλθε στο γερμανικό κοινοβούλιο. Άλλωστε όλες οι πολιτικές παρατάξεις αποκλείουν την συμμετοχή των Γερμανών ακροδεξιών σε κυβέρνηση συνασπισμού.
Οι διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης πιθανόν να χρειασθούν πολλές εβδομάδες ή και μήνες για να τελεσφορήσουν: το 2017, η συμφωνία για τον σχηματισμό του «μεγάλου συνασπισμού» δεν επιτεύχθηκε παρά τον Φεβρουάριο…