«Τελείωσα με σένα θάνατε, τώρα κάνε ό,τι θέλεις»: Ο Αλέξανδρος Βέλιος για το «φευγιό» του

Η συζυγός του Αλέξανδρου Βέλιου Νάντια, μιλά για τον θαραλλέο τροπο που αυτός επέλεξε να αποσυρθεί από τα εγκόσμια – Για πρώτη φορά αναφέρεται στον μακροχρόνιο έρωτά τους, αλλά και στον θαυμασμό που έτρεφε για εκείνον και τον αγώνα του για το δικαίωμα σε ένα αξιοπρεπές και ανώδυνο τέλος, τον οποίο συνεχίζει μέχρι σήμερα

Την συνέντευξη πήρε ο Διονύσης Θανάσουλας, για το Πρώτο Θέμα. Ακολουθούν αποσπάσματα από το ρεπορτάζ:

«Ηταν τέτοιες μέρες, στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2016, όταν η κοινή γνώμη συγκλονιζόταν όχι μόνο από τον θάνατο ενός γνωστού δημοσιογράφου-συγγραφέα, του Αλέξανδρου Βέλιου, αλλά κυρίως από τον τρόπο της «φυγής» του.

Οντας στο τελευταίο και ανεπίστρεπτο στάδιο του καρκίνου και διατηρώντας ακόμα την πνευματική του διαύγεια, o Αλέξανδρος Βέλιος είχε επιλέξει ο ίδιος την ακριβή στιγμή και τη μέθοδο αναχώρησής του από τη ζωή, διατυπώνοντας με αυτή την κραυγαλέα κίνηση ένα διάβημα για το δικαίωμα του ανθρώπου στην ευθανασία.

Τότε ακολούθησε ακόμη και εισαγγελική έρευνα για τις συνθήκες του θανάτου του, για να διαπιστωθεί τελικώς ότι δεν χρειάστηκε καμία υποβοήθηση, αλλά είχε μέχρι τέλους προσήλωση στην επιλογή του, αλλά και το κουράγιο να κάνει μόνος του ό,τι είχε ήδη αποφασίσει. Αρχικά μάλιστα, όταν κατάλαβε ότι δεν υπήρχε διαφυγή από την αρρώστια, είχε επιλέξει να επισκεφτεί μία κλινική στην Ελβετία, όπου επιτρέπεται η ευθανασία, για τη μοιραία ένεση. Τελικά επέλεξε να μείνει στην Ελλάδα για την τελευταία πράξη, ώστε να δώσει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη στο αίτημα για τη νομοθέτηση του δικαιώματος στην ευθανασία.

[…]

Η Νάντια είναι κατηγορηματική ως προς τη στάση του Αλέξανδρου: «Κατ’ εμέ, η επιλογή του άντρα μου στην ευθανασία δεν σχετίζεται με τη δειλία του απέναντι στον πόνο και στη σωματική βία, αλλά με τη γενναιότητά του να αναδείξει αυτό που θεωρούσε ως το πιο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, το δικαίωμα της επιλογής ενός αξιοπρεπούς και ανώδυνου τέλους».

Μάχιμος μέχρι το τελευταίο λεπτό

Και περιγράφει την οδύσσεια του αγαπημένου της ανθρώπου, μία οδύσσεια που δεν έμελλε να έχει αίσιο τέλος: «Ο Αλέξανδρος δέχτηκε θαρραλέα το χαστούκι του καρκίνου περίπου τέτοιον καιρό το 2015. Στάθηκε απέναντί του με γενναιότητα. Και έδωσε επί μήνες μία σκληρή μάχη. Ακόμα κι όταν φάνηκε πλέον ότι αυτή η μάχη ήταν άνιση, δεν λύγισε στιγμή. Δεν παραδόθηκε στον φόβο του θανάτου.
Και κόντρα σε όσους με ευκολία μιλούν για λιποταξία, προσπαθεί να εξηγήσει πώς ο Βέλιος έκανε τις τελευταίες επιλογές του: «Είναι αλήθεια ότι λίγοι τολμούν να κάνουν πράξη τις ιδέες τους. Οι επιλογές μας είναι ο καθρέφτης της ιδιοσυγκρασίας μας».
[…]

Η Νάντια θυμίζει πως «όταν ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε ότι ήταν αντιμέτωπος με την αναπόδραστη πραγματικότητα του θανάτου αποφάσισε να γράψει το «Εγώ κι ο θάνατός μου: Το δικαίωμα στην ευθανασία», το οποίο ήταν μια ανθεκτική χειρολαβή για να κατανικήσει τον φόβο του επερχόμενου θανάτου. Και απέναντι στην απόλυτη μοναχικότητα που κάθε θάνατος προϋποθέτει, αντιπαρέθεσε τη θαρραλέα εξομολόγηση, χρησιμοποιώντας την πλούσια πνευματική του σκευή που με τα χρόνια απέκτησε».

«Εγραψε το βιβλίο σε 15 νύχτες»

Η συγγραφή του βιβλίου έδωσε στον Αλέξανδρο μία ψυχική ανάταση, μία ώθηση και ένα νόημα για τα τελευταία βήματα: «Εγραψε το βιβλίο σε 15 νύχτες», λέει α, «και όταν το τελείωσε, θυμάμαι ήταν ξημερώματα, ήρθε και μου είπε: ‘‘Τελείωσα με εσένα, θάνατε. Τώρα κάνε ό,τι θέλεις’’. Ενιωθε γαλήνιος σε βαθμό αναισθησίας. Καταλάβαινε πως είχε γράψει κάτι καλό, ειλικρινές και εκ βαθέων. Την ίδια ημέρα το έστειλε σε δύο φίλους, του δήλωσαν συγκλονισμένοι, και την επομένη ξεκίνησε η διαδικασία της έκδοσής του».

Στη σκέψη της Νάντιας έρχεται ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που την έχει σημαδέψει. Ενα απόσπασμα που παραπέμπει στο άχρονο και τη σημασία κάθε στιγμής στη ζωή: «…Ο χρόνος, το πέρασμα του χρόνου, έλεγε η Simone Weil, είναι η χειρότερη τραγωδία του ανθρώπου, και πρωταρχική αιτία κάθε μορφής σκλαβιάς. Αρνούμαι να εγκλωβιστώ στις μνήμες μου, να παγιδευτώ στη φυλακή του παρελθόντος, αρνούμαι να υποκύψω στο σπαραγμό ενός μέλλοντος που δεν έχω πια. Για πρώτη φορά, προσπαθώ συνειδητά να ζω στο παρόν μου. Τον λίγο καιρό που μου απομένει, κάθε καινούργια μέρα που μετρώ, εκείνο που με διακατέχει πιο επιτακτικά είναι η επιθυμία ο θάνατός μου να ‘ναι συνεπής με το ατομικό credo της ζωής μου. Η επιβεβαίωση αυτή είναι η ύστατη ματαιοδοξία μου. Θέλω (αλλά θα προλάβω;) να μετατρέψω συνειδητά το θάνατό μου σε μια πράξη καθαρής ελευθερίας»

[…]

Παρότι εκκεντρικός και συχνά θορυβώδης, κοινωνικός και δημοσιολόγος, ο Αλέξανδρος Βέλιος απολάμβανε με έναν σχεδόν μαζοχιστικό τρόπο τη μοναχικότητα. Ηταν η αγάπη του στη μουσική, αλλά κυρίως στη συγγραφή που τον συνόδευε όταν κλεινόταν στον εαυτό του. Αν και η πλειοψηφία του κόσμου τον γνώρισε μέσα από την πολυετή τηλεοπτική παρουσία του, λίγοι είναι αυτοί που ξέρουν για την ποιητική και συγγραφική του δραστηριότητα. Η βαθιά του αγάπη για το βιβλίο τον ώθησε να συνεργαστεί με τις εκδόσεις Ροές ως μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπεύθυνος της σειράς MicroMega. Στο πνεύμα αυτό και σύμφωνα και με την τελευταία του επιθυμία, έχει δρομολογηθεί και πολύ σύντομα θα εκδοθεί ένα απάνθισμα των προλεγομένων του από την ιστορία της σειράς «microMEGA» («μικρά βιβλία μεγάλων συγγραφέων»), δηλαδή των κειμένων του εκείνων που στο διάβα της ζωής του αποτέλεσαν το αποτύπωμα του στοχαστικού του βλέμματος, της μόνης πραγματικής δραστηριότητας που τον λύτρωνε από τη ματαιοδοξία των πραγμάτων της ζωής.

Ερωτας με την πρώτη ματιά

Η Νάντια τον γνώρισε χάρη στα παιχνίδια της ζωής – όπως άλλωστε γίνεται σχεδόν πάντα με τους μεγάλους έρωτες. Για εκείνη ο Αλέξανδρος ήταν έναν «εγκεφαλικός, ευρυμαθής, εστέτ, διανοούμενος, ποιητής, δημοσιογράφος, μια πολυπρισματική προσωπικότητα». Εχοντας στη μνήμη της ανεξίτηλες τις καλύτερες στιγμές από την πέραν της δεκαετίας σχέση τους -η οποία επισφραγίστηκε από τη γέννηση της μικρής τους Αιμιλίας, ενώ ο Αλέξανδρος απέκτησε από τον προηγούμενο γάμο του τον Νικόλα, που ακολουθεί τα βήματά του σπουδάζοντας Νομικά-, η Νάντια «σπάει» για πρώτη φορά δημοσίως από τη μεγάλη απώλεια και εκμυστηρεύεται: «Ηταν μια αγάπη με το πρώτο βλέμμα μέχρι και το τελευταίο. Ηταν ένας άνθρωπος που εξέπεμπε ποιότητα, εξυπνάδα, χιούμορ. Υπήρξε υποδειγματικός σύζυγος και πατέρας. Ηταν ένας φάρος καλλιέργειας και εξευγενισμού για μένα. Και όπως λένε, οι άνθρωποι πεθαίνουν μόνο όταν τους ξεχνάμε. Είναι αλήθεια ότι το σώμα εξαϋλώνεται, το κορμί αποσυντίθεται. Οι δεσμοί όμως με την ψυχή αυτού του ρημαγμένου σώματος παραμένουν άρρηκτοι. Παραμένουν δεμένοι στον βράχο του Προμηθέα για να θυμίζουν ότι η αγάπη εξακολουθεί να ανασαίνει και να ξεδιψά από τις θύμησες…».

Και συνεχίζει αυτή την ιδιότυπη εξομολόγηση: «Είναι αλήθεια ότι δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς πέρασαν δύο χρόνια από τότε που με κοίταξε ατρόμητος για τελευταία φορά στα μάτια. Η ευστάθεια του νου και της σάρκας του δεν τον είχε προδώσει. Το βλέμμα του είχε μια πραότητα, μου έγνεφε αβίαστα πως ήταν έτοιμος και αποφασισμένος για το τελευταίο του μεγάλο ταξίδι».