Αυξήθηκαν οι αυτοκτονίες και η παιδική θνησιμότητα στην Ελλάδα της κρίσης

Μια νέα ελληνο-βρετανική επιστημονική μελέτη, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Scientific Reports, δείχνει πως υπάρχει “σημαντική αβεβαιότητα” για τις επιπτώσεις της κρίσης στην υγεία των Ελλήνων.

Σύμφωνα με την έρευνα, η θνησιμότητα από αυτοκτονίες και η παιδική θνησιμότητα έχουν χειροτερέψει κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ η ψυχική υγεία, ιδίως η κατάθλιψη, έχει χειροτερέψει σημαντικά. Παρ’ όλα αυτά, δεν υπήρξε αύξηση των ανθρωποκτονιών.

Πιο συγκεκριμένα, η θνησιμότητα από αυτοκτονίες αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,8% μετά το 2009, έναντι 1,6% πριν την κρίση. Ενδεικτικά, το 2014 υπήρξαν σε όλη την Ελλάδα 174 περισσότερες αυτοκτονίες σε σχέση με το 2009. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει η μελέτη, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών μεταξύ των ανεπτυγμένων χωρών. Από την άλλη, η παιδική θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 26%.

Η θνησιμότητα από αναπνευστικά νοσήματα και τροχαία ατυχήματα έχει βελτιωθεί, αλλά από το 2013-14 και μετά η βελτίωση φαίνεται να έχει σταματήσει. Από την άλλη, το κάπνισμα και η καθιστική ζωή έχουν μειωθεί σημαντικά (Το ποσοστό των καπνιστών μειώθηκε από 42,6% το 2008 σε 36,5% το 2015 και η μέση ετήσια κατανάλωση ανά καπνιστή μειώθηκε από 3.164 σε 1.979 τσιγάρα)

Ακόμη, το ποσοστό των ανθρώπων που χρειάζονταν ιατρική βοήθεια (π.χ. να κάνουν μια διαγνωστική εξέταση) και δεν μπόρεσαν να τη λάβουν, έχει υπερδιπλασιαστεί από 10% το 2010 σε σχεδόν 22% το 2015, λόγω κόστους, ενώ το ποσοστό των ατόμων που πλήρωσαν από την τσέπη τους για υπηρεσίες υγείας και φάρμακα, σχεδόν διπλασιάστηκε (από 34,5% το 2010 σε 58,7% το 2015), όπως και το μέσο ποσό που πλήρωσαν (από περίπου 429 ευρώ το 2010 σε 505 ευρώ το 2015).

Τα υπόλοιπα αποτελέσματα της μελέτης:

-Μεταξύ 2010-2015 στη χώρα μας συνέχισε να καταγράφεται πτωτική τάση στη θνησιμότητα από τις δύο κυριότερες αιτίες θανάτου, τα καρδιαγγειακά νοσήματα και τους καρκίνους, κάτι που είχε διαφανεί ήδη πριν από την κρίση.

-Ο ρυθμός γεννήσεων στην Ελλάδα μειώθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,9% μεταξύ 2009-2015.

-Η υγιεινή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών υπήρξε σχεδόν σταθερή (51,2% το 2015 έναντι 52,1% το 2008), ενώ τα ποσοστά παχυσαρκίας εμφάνισαν οριακή μείωση (από 18,1% το 2008 σε 17,4% το 2015).

Στην έρευνα συμμετείχαν ο Φίλιππος Φιλιππίδης, λέκτορας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Imperial College του Λονδίνου, ο Γιάννης Τούντας, καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης η Βασιλική Γεροβασίλη του Νοσοκομείου Harefield του Λονδίνου.