Κορωνοϊός: Τα νοσοκομεία που κατέγραψαν τους περισσότερους θανάτους – Ποιο είναι στην κορυφή της λίστας
Ξεπερνούν πλέον τους 40.000 οι θάνατοι λόγω κορωνοϊού στη χώρα μας. Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο περιστατικό Covid-19, τα ελληνικά νοσοκομεία έχουν νοσηλεύσει εκατοντάδες χιλιάδες ασθενείς και έχουν καταγράψει χιλιάδες θανάτους, κάποια περισσότερους και άλλα λιγότερους. Και μπορεί σήμερα οι θάνατοι να μην είναι τόσοι πολλοί όσο στις πρώτες πανδημικές φάσεις, ο αγώνας όμως να σωθούν ζωές μέσα στις ΜΕΘ είναι αδιάκοπος.
Όπως είναι λογικό τα μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είναι στις πρώτες θέσεις των νοσηλευτικών ιδρυμάτων με τους περισσότερους θανάτους. Ο αριθμός είναι ανάλογος με εκείνον των νοσηλευόμενων. Δεν προκαλεί έκπληξη, για παράδειγμα, ότι το νοσοκομείο «Σωτηρία» έχει καταγράψει τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων έως σήμερα (σχεδόν 2.000). Πρόκειται για το κατεξοχήν covid νοσοκομείο που έχει δεχθεί και συνεχίζει να δέχεται το μεγαλύτερο όγκο ασθενών σε ολόκληρη τη χώρα. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Δευτέρας, 22/1, στο «Σωτηρία» νοσηλεύονταν σχεδόν 90 ασθενείς τόσο σε απλές κλίνες όσο και ΜΕΘ και ΜΑΦ.
Αντίστοιχα, τα νοσοκομεία που συμπληρώνουν τη δεκάδα όσων έχουν καταγράψει τους πιο πολλούς θανάτους είναι νοσηλευτικά ιδρύματα με μεγάλο αριθμό νοσηλευόμενων. Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το ygeiamou.gr, το «Σωτηρία» ακολουθούν: ΑΧΕΠΑ (1.562 θάνατοι έως και τη Δευτέρα), Ευαγγελισμός (1.512 θάνατοι), Παπανικολάου (1.360 θάνατοι), Παπαγεωργίου (1.309 θάνατοι), Ιπποκράτειο (1.210 θάνατοι), Αττικό νοσοκομείο (1.103 θάνατοι), Νοσοκομείο «Γ. Γεννηματάς» (923 θάνατοι), Πανεπιστημιακό Πατρών (885 θάνατοι), Πανεπιστημιακό Λάρισας (870 θάνατοι).
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, επομένως, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι δεν είναι τυχόν αστοχίες ή παραλείψεις που δικαιολογούν τους θανάτους, αλλά είναι λογικοί αριθμοί δεδομένου του ποσοστού νοσηλευόμενων.
Οι ελλιπείς υποδομές ορισμένων περιφερειακών νοσοκομείων, βέβαια, πιθανόν έχουν ρόλο σε θανατηφόρα περιστατικά, δυσανάλογα των μεγεθών των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και των ασθενών που έχουν νοσηλεύσει. Παραδείγματα αποτελούν το νοσοκομείο Σερρών, της Βέροιας, της Κατερίνης, των Γιαννιτσών. Πρόκειται για νοσηλευτικά ιδρύματα με μικρότερο, συγκριτικά με τα τριτοβάθμια νοσοκομεία, ρόλο στη διαχείριση σοβαρών περιστατικών covid-19. Σήμερα έχουν μονοψήφιο αριθμό νοσηλευόμενων με κορωνοϊο. Η θνητότητα των περιφερειακών νοσοκομείων είχε απασχολήσει έντονα την κοινή γνώμη τα πρώτα χρόνια της πανδημίας. Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το νοσοκομείο Αγρινίου που είχε βρεθεί στο επίκεντρο δημοσιευμάτων για πολύ υψηλή θνητότητα.
Απότομη «βουτιά» στους δείκτες
Ο εβδομαδιαίος αριθμός θανάτων την περασμένη εβδομάδα ήταν ο υψηλότερος εδώ και αρκετό καιρό (103 θάνατοι). Οι ειδικοί θεωρούν αυτή την εξέλιξη ως φυσιολογική, καθώς διαχρονικά σε κάθε επιδημικό «κύμα» οι θάνατοι είναι ο τελευταίος δείκτης που ανεβαίνει.
Όσοι χάνουν τη μάχη για τη ζωή τους είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία ηλικιωμένοι με αρκετές συννοσηρότητες. Σύμφωνα με όσα αναφέρει στο ygeiamou.gr ο Πνευμονολόγος και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, κ. Στέλιος Λουκίδης, οι θάνατοι οφείλονται κατά βάση στις συννοσηρότητες και στη βιολογική φθορά. Είναι αυτό που λένε οι ειδικοί θάνατοι «με covid» και όχι θάνατοι «από covid». Μάλιστα, ένας μεγάλος αριθμός ασθενών μολύνεται μέσα στα νοσηλευτικά ιδρύματα λόγω διασποράς του κορωνοϊού. Ωστόσο, «γίνονται αντιληπτοί πολύ γρήγορα και αντιμετωπίζονται έγκαιρα», όπως λέει ο κ. Λουκίδης.
Σήμερα, η επίπτωση της covid-19 στην κοινότητα έχει κάνει πραγματική «βουτιά», παρουσιάζοντας μια εντελώς διαφορετική επιδημιολογική εικόνα σε σχέση με τις αρχές του μήνα. Η πτώση κρουσμάτων και νοσηλειών είναι κατακόρυφη, κάνοντας τους ειδικούς να εκτιμούν ότι τους προηγούμενους δύο μήνες η έξαρση ήταν πραγματικά τεράστια. Τα στοιχεία από τη χορήγηση αντιικών φαρμάκων δείχνουν εμφατικά την πτώση. Έως τις 7 Ιανουαρίου καταγράφονταν περίπου 1.800 με 2.000 αιτήσεις την ημέρα για χορήγηση αντιικών, ενώ πλέον, ούτε 20 ημέρες μετά, οι αιτήσεις είναι περίπου 300. «Προφανώς κόλλησαν όλοι και έχουμε τέτοια μείωση», σχολιάζει ο κ. Λουκίδης.